Ένα διήγημα, που κατά
πάσα πιθανότητα, γράφτηκε από τον
Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, αθησαύριστο
έως σήμερα, έφερε στο φως μετά από έρευνα,
ο γνωστός συγγραφέας, μεταφραστής και
δεινός blogger, Νίκος Σαραντάκος.
Η είδηση της ανακάλυψης
ενός διηγήματος του Μεγάλου μας
Παπαδιαμάντη που έως τώρα παρέμενε
χαμένο, προκαλεί όπως είναι φυσικό
μεγάλο ενδιαφέρον και τώρα, δε μένει
παρά να διαπιστωθεί και τυπικά η
αυθεντικότητα του διηγήματος. Την
ανακοίνωση, έκανε ο ίδιος ο Νίκος
Σαραντάκος, στο προσωπικό του ιστολόγιο
«Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία»,
μια από τις καλύτερες γωνιές για τη
λογοτεχνία και τη γλώσσα στο διαδίκτυο
– αν δεν το έχετε γνωρίσει, προτείνουμε
να το βάλετε στα αγαπημένα σας και να
το επισκέπτεστε.
Η συνέχεια και οι
πληροφορίες, με τα λόγια του ίδιου του
Νίκου Σαραντάκου:
«Το διήγημα λέγεται «Η
νοσταλγία του Γιάννη». Ο τίτλος είναι
γνωστός. Στο σημείωμά του στον 4ο τόμο
των Απάντων (από τις εκδόσεις Δόμος), ο
Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλος αναφέρει τέσσερα
διηγήματα που παραμένουν ανεύρετα ενώ
ξέρουμε την ύπαρξή τους από άλλες πηγές.
Ένα από αυτά είναι και η Νοσταλγία του
Γιάννη, που ξέρουμε ότι δημοσιεύτηκε
στην εφημ. Αλήθεια, στις 25 και 26 Απριλίου
1906, της οποίας μέχρι τώρα δεν έχει βρεθεί
πλήρες σώμα· στη Βιβλιοθήκη της Βουλής
υπάρχουν φύλλα της μόνο από τις 25
Δεκεμβρίου 1906, όταν πια είχε μετεξελιχθεί
σε εβδομαδιαίο έντυπο. Όμως. η Αλήθεια
εκδόθηκε τον Απρίλιο του 1905 και ο
Παπαδιαμάντης ήταν ταχτικός συνεργάτης
της (όπως μαθαίνουμε από διαφημιστικές
αγγελίες σε άλλα έντυπα), πράγμα που
σημαίνει ότι αν βρεθεί σώμα εκείνης της
εποχής τίποτα δεν αποκλείει, στους 20
μήνες δημοσιεύσεων που δεν έχουν βρεθεί,
να βρεθούν όχι ένα, αλλά πολλά ακόμα
άγνωστα παπαδιαμαντικά διηγήματα.
Ψηλώνει ο νους όταν το σκέφτεσαι…
»Για τη Νοσταλγία του
Γιάννη, το μόνο μέχρι στιγμής ίχνος ήταν
μια μαρτυρία σε περιοδικό του 1938, ότι ο
Αντώνης Μουσούρης είχε στο αρχείο του
αποκόμματα του διηγήματος.
»Το δικό
μου εύρημα, αν υποτεθεί ότι αφορά το
ίδιο διήγημα, δεν το βρήκα στην Αλήθεια,
αλλά σε μια μεταγενέστερη πηγή, στο
περιοδικό Οικογένεια, σε τεύχος του
1928. Η Οικογένεια ήταν λαϊκό περιοδικό
που έβγαινε από το 1926 έως το 1934 (νομίζω).
Την έβγαζε ο Κ. Θεοδωρόπουλος, που επίσης
εξέδιδε το γνωστότερο Μπουκέτο.
Γύρω στο 1935 τα δυο περιοδικά συγχωνεύθηκαν,
σε ενιαίο έντυπο με τον τίτλο Μπουκέτο,
αλλά είχε περάσει πια η χρυσή εποχή
τους, που κράτησε περίπου ως το 1933, όταν
περισσότερο με το Μπουκέτο και
κάπως λιγότερο με την Οικογένεια
συνεργάζονταν τα πρώτα συγγραφικά
ονόματα της εποχής».
«Κατά τη γνώμη μου, δεν
χωράει αμφιβολία πως το διήγημα που θα
διαβάσετε είναι του Παπαδιαμάντη, αν
και δεν αποκλείω να έχει γίνει επέμβαση
σε μερικά σημεία από τον επιμελητή του
περιοδικού (να είναι ο Κοτζιούλας;) Για
παράδειγμα, ο Παπαδιαμάντης στα άλλα
του διηγήματα δεν γράφει «του μαγαζιού»,
όπως εδώ, αλλά «του μαγαζείου». Τέλος
πάντων, στο τέλος παραθέτω πολλές
ενδείξεις υπέρ και κατά της αυθεντικότητας
του κειμένου...»
Το πλήρες άρθρο του Νίκου Σαραντάκου:
Το σημερινό άρθρο το παρουσιάζω με αρκετή συγκίνηση, διότι πρόκειται να διαβάσετε ένα διήγημα που κατά πάσα πιθανότητα (το τονίζω) είναι του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, αυθεντικό ή ελαφρώς διασκευασμένο, που δεν έχει εκδοθεί σε βιβλίο, δεν έχει συμπεριληφθεί σε καμιά έκδοση των Απάντων του, ούτε τη μνημειώδη τελευταία έκδοση του Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου (εκδ. Δόμος)· δηλαδή πρόκειται για ένα αθησαύριστο διήγημα, που οι παπαδιαμαντολόγοι ήξεραν την ύπαρξή του αλλά έως τώρα ελάνθανε.
Βέβαια, επειδή μου αρέσει να σκαλίζω παλιά χαρτιά και να βγάζω στην επιφάνεια άγνωστα ή δυσεύρετα λογοτεχνικά κείμενα, οι ταχτικοί αναγνώστες του ιστολογίου, ιδίως των κυριακάτικων δημοσιεύσεων, ίσως θυμούνται κι άλλα αθησαύριστα κείμενα που έχουν δημοσιευτεί εδώ, όπως ένα ποίημα του Βάρναλη ή πολλά του Λαπαθιώτη (παράδειγμα). Αλλά με τον Παπαδιαμάντη το πράγμα διαφέρει· επειδή ακριβώς έχουν πάνω του εργαστεί πολλοί και δεινοί φιλόλογοι, δεν είναι και τόσο συνηθισμένο φαινόμενο να βγαίνει στην επιφάνεια άγνωστο διήγημα του Παπαδιαμάντη.
Για την ακρίβεια, τις τελευταίες δεκαετίες ένα μόνο άγνωστο διήγημα έχει φανερωθεί, το Γιαλόξυλο, που το ανακάλυψε ο Β. Τωμαδάκης το 2007 και αρχικά είχε δημοσιευτεί στο χριστουγεννιάτικο φύλλο της εφημ. Πατρίς (25.12.1905). Επομένως, το αθησαύριστο που θα διαβάσετε, αν επιβεβαιωθεί, θα είναι το δεύτερο του είδους· κι αν πάρουμε υπόψη μας τη θέση του Παπαδιαμάντη στη γραμματεία μας, το σημερινό εύρημα δεν είναι μικρό πράμα και αισθάνομαι ότι αποτελεί το κόσμημα της συλλογής μου των αθησαύριστων, έστω κι αν το διήγημα δεν είναι από τα καλύτερά του. Παπαδιαμάντης είναι αυτός, δεν είναι παίξε γέλασε. (Επειδή αναγκαστικά θα πω πολλά, αν θέλετε μπορείτε να τα παραλείψετε και να πάτε κατευθείαν στο διήγημα).
Το διήγημα λέγεται «Η νοσταλγία του Γιάννη». Ο τίτλος είναι γνωστός. Στο σημείωμά του στον 4ο τόμο των Απάντων (από τις εκδόσεις Δόμος), ο Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλος αναφέρει τέσσερα διηγήματα που παραμένουν ανεύρετα ενώ ξέρουμε την ύπαρξή τους από άλλες πηγές. Ένα από αυτά είναι και η Νοσταλγία του Γιάννη, που ξέρουμε ότι δημοσιεύτηκε στην εφημ. Αλήθεια, στις 25 και 26 Απριλίου 1906, της οποίας μέχρι τώρα δεν έχει βρεθεί πλήρες σώμα· στη Βιβλιοθήκη της Βουλής υπάρχουν φύλλα της μόνο από τις 25 Δεκεμβρίου 1906, όταν πια είχε μετεξελιχθεί σε εβδομαδιαίο έντυπο. Όμως. η Αλήθεια εκδόθηκε τον Απρίλιο του 1905 και ο Παπαδιαμάντης ήταν ταχτικός συνεργάτης της (όπως μαθαίνουμε από διαφημιστικές αγγελίες σε άλλα έντυπα), πράγμα που σημαίνει ότι αν βρεθεί σώμα εκείνης της εποχής τίποτα δεν αποκλείει, στους 20 μήνες δημοσιεύσεων που δεν έχουν βρεθεί, να βρεθούν όχι ένα, αλλά πολλά ακόμα άγνωστα παπαδιαμαντικά διηγήματα. Ψηλώνει ο νους όταν το σκέφτεσαι…
Για τη Νοσταλγία του Γιάννη, το μόνο μέχρι στιγμής ίχνος ήταν μια μαρτυρία σε περιοδικό του 1938, ότι ο Αντώνης Μουσούρης είχε στο αρχείο του αποκόμματα του διηγήματος.
Το δικό μου εύρημα, αν υποτεθεί ότι αφορά το ίδιο διήγημα, δεν το βρήκα στην Αλήθεια, αλλά σε μια μεταγενέστερη πηγή, στο περιοδικό Οικογένεια, σε τεύχος του 1928. Η Οικογένεια ήταν λαϊκό περιοδικό που έβγαινε από το 1926 έως το 1934 (νομίζω). Την έβγαζε ο Κ. Θεοδωρόπουλος, που επίσης εξέδιδε το γνωστότερο Μπουκέτο. Γύρω στο 1935 τα δυο περιοδικά συγχωνεύθηκαν, σε ενιαίο έντυπο με τον τίτλο Μπουκέτο, αλλά είχε περάσει πια η χρυσή εποχή τους, που κράτησε περίπου ως το 1933, όταν περισσότερο με το Μπουκέτο και κάπως λιγότερο με την Οικογένεια συνεργάζονταν τα πρώτα συγγραφικά ονόματα της εποχής. Η Οικογένεια ήταν κάπως λαϊκότερη και αισθηματικότερη από το Μπουκέτο, αλλά είχε κι αυτή κατά περιόδους αξιόλογη ύλη (ενώ σε άλλες εποχές δημοσίευε απλώς μεταφρασμένη γαλλική λογοτεχνία χαμηλών αξιώσεων). Με το Μπουκέτο και την Οικογένεια έχουν συνεργαστεί πυκνά δυο αγαπημένοι μου λογοτέχνες, ο Ν. Λαπαθιώτης και ο Γ. Κοτζιούλας, ο οποίος μάλιστα επί σειρά ετών δούλευε κιόλας διορθωτής και μεταφραστής στα δυο περιοδικά.
Αλλά παρασύρθηκα, οπότε επιστρέφω στον Παπαδιαμάντη. Η δημοσίευση της Νοσταλγίας στην Οικογένεια δεν με παραξενεύει. Στο Μπουκέτο, το αδελφό περιοδικό, είχαν δημοσιευτεί στη δεκαετία του 1930 αρκετά τότε ανέκδοτα διηγήματα του Παπαδιαμάντη και μάλιστα η πρόσφατη ανακάλυψη αυτών των δημοσιεύσεων προκάλεσε έναν μικρό φιλολογικό καβγά, διότι ο Φ. Δημητρακόπουλος θεώρησε ότι οι αποκλίσεις των δημοσιεύσεων αυτών ως προς τα Άπαντα διασώζουν αυθεντικές γραφές του Παπαδιαμάντη ενώ ο Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλος υποστήριξε (πειστικά κατά τη γνώμη μου) ότι οι αλλαγές οφείλονται στον επιμελητή του Μπουκέτου. Ή έτσι ή αλλιώς πάντως, τα έντυπα του Θεοδωρόπουλου ενδιαφέρονταν για το έργο του Παπαδιαμάντη.
Σε προηγούμενο τεύχος της Οικογένειας είχε δημοσιευτεί το (γνωστό) διήγημα του Παπαδιαμάντη «Οι δυο δράκοι», που τότε ήταν ανέκδοτο. Από την αντιπαραβολή με την πρώτη δημοσίευσή του βλέπουμε ότι η μεταφορά είναι πιστή έξω από ένα-δυο λαθάκια. Επίσης, η Οικογένεια την ίδια εποχή δημοσίευε, σε πολλές συνέχειες, το μυθιστόρημα «Ο Μαξιώτης» του Χολ Κέιν σε παπαδιαμαντική μετάφραση, αν και αγρίως διασκευασμένη. Όλα αυτά τα λέω για να τεκμηριώσω την υπόθεση ότι οι εκδότες του περιοδικού είχαν πρόσβαση σε πρωτογενείς πηγές του παπαδιαμαντικού έργου· άλλωστε, αγόραζαν «παλιά χαρτιά» και το διαφήμιζαν στα περιοδικά τους.
Κατά τη γνώμη μου, δεν χωράει αμφιβολία πως το διήγημα που θα διαβάσετε είναι του Παπαδιαμάντη, αν και δεν αποκλείω να έχει γίνει επέμβαση σε μερικά σημεία από τον επιμελητή του περιοδικού (να είναι ο Κοτζιούλας;) Για παράδειγμα, ο Παπαδιαμάντης στα άλλα του διηγήματα δεν γράφει «του μαγαζιού», όπως εδώ, αλλά «του μαγαζείου». Τέλος πάντων, στο τέλος παραθέτω πολλές ενδείξεις υπέρ και κατά της αυθεντικότητας του κειμένου, δείτε τις αν έχετε αντοχή. Επαναλαμβάνω πάντως ότι κατά τη δική μου εκτίμηση το διήγημα είναι αυθεντικό του Παπαδιαμάντη, με εξαίρεση λίγα σημεία όπου ίσως έχει επέμβει μεταγενέστερο χέρι. Αλλά δεν είμαι εγώ ο αρμόδιος για τέτοιες εκτιμήσεις.
Το κείμενο το μεταγράφω σε μονοτονικό: και για πρακτικούς λόγους και επειδή πιστεύω ότι έτσι πρέπει να μεταγράφεται ο Παπαδιαμάντης (αν θέλετε το συζητάμε). Διατηρώ όμως κατ’ εξαίρεση την ορθογραφία του πρωτοτύπου. Βέβαια, στην έκδοσή του ο Τριανταφυλλόπουλος έχει (και σωστά) εκσυγχρονίσει ενμέρει την παπαδιαμαντική ορθογραφία, οπότε π.χ. γράφει «ρέμα», ενώ ο Παπαδιαμάντης είχε θαρρώ στις πρώτες δημοσιεύσεις «ρέμμα», όπως και στο παρόν διήγημα. Θέλω να πω, ας μη δίνουμε μεγάλο βάρος στην ορθογραφία, δεν δείχνει κάτι για την αυθεντικότητα του κειμένου. Την πληκτρολόγηση την έκανε η Κατερίνα Περρωτή που την ευχαριστώ θερμά. Δεν κάνω καμιά διόρθωση στο κείμενο, π.χ. στη στίξη, επίσης κατ’ εξαίρεση.
Θα μπορούσα να δημοσιεύσω το διήγημα σε κάποιο από τα έντυπα με τα οποία συνεργάζομαι, αλλά προτίμησα το ιστολόγιο για δύο λόγους. Αφενός διότι εγώ δεν θεωρώ τη δημοσίευση στον Ιστό κατ’ ανάγκη υποδεέστερη της έντυπης δημοσίευσης· και αφετέρου διότι έκρινα ότι την έντυπη ανακοίνωση του διηγήματος, εφόσον βέβαια εκτιμήσει ότι όντως είναι παπαδιαμαντικό, έπρεπε να την κάνει ο άνθρωπος που τόσο μόχθησε επί δεκαετίες για να αναδείξει το έργο του Παπαδιαμάντη, ο Νίκος Δ. Τριανταφυλλόπουλος, που άλλωστε έχει το δικό του οξύτατο αισθητήριο και τα δικά του εργαλεία για να κρίνει αν ένα κείμενο είναι του Παπαδιαμάντη ή όχι. Λοιπόν, έστειλα το σκαναρισμένο κείμενο σε ηλεμήνυμα στη Λαμπρινή Τριανταφυλλοπούλου, που θα το μελετήσει μαζί με τον πατέρα της και θα το δημοσιεύσουν σε κάποιο έντυπο, που ακόμα δεν ξέρω ποιο θα είναι.
Είπα πιο πάνω, κάπως αφυψηλού, ότι το διήγημα δεν είναι από τα καλύτερα του Παπαδιαμάντη, είναι όμως αρκετά ενδιαφέρον. Αν είχα μια βδομάδα καιρό να το μελετήσω θα μπορούσα να γράψω πολλά, αλλά επειδή πνίγομαι με άλλα και επειδή την ανάλυση θα την κάνουν άλλοι αρμοδιότεροι, θα είμαι σχετικά σύντομος. Πάντως, η περιγραφή του οργανοπαίχτη και του πανηγυριού παραπέμπει στην ευδιάκριτη ομάδα των «γλεντζέδικων» διηγημάτων του Παπαδιαμάντη (σαν την Τρελή βραδιά, αλλά και πολλά άλλα), ενώ ο καημός των ζώων που έχασαν τον αφέντη τους θυμίζει το διήγημα «Ο Γαγάτος και τ’ άλογο», όπου και πάλι υπάρχει ένα άλογο που δουλεύει σε αλογόμυλο, όπως εδώ.
Η μορφή του Γιάννη του Λιοσαίου, του γέρου με τα παιδιάστικα φερσίματα, που πιότερο νοιάζεται για τα μουλάρια του παρά για τους ανθρώπους, είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Κι αλλού στον Παπαδιαμάντη βρίσκουμε μορφές ανθρώπων που δεν έχουν συγγενείς, ούτε πολλές παρτίδες με τους άλλους ανθρώπους, αλλά αγαπούν πολύ τα ζώα τους (πρόχειρα σκέφτομαι τον Στάθη Μπόζα της Γλυκοφιλούσας ή τον πάτερ Νικόδημο του Βαρδιάνου), αλλά νομίζω ότι εδώ αυτό το χαρακτηριστικό διαγράφεται πολύ πιο καθαρά. Από τα πρόσωπα που κατονομάζονται, υπάρχει ένα, ο Σαραφιανός, που μνημονεύεται και σε άλλα έργα του Παπαδιαμάντη. Το διήγημα δεν είναι μεγάλο (περί τις 1280 λέξεις), όμως δεν είναι και από τα μικρότερα του Παπαδιαμάντη (Η Νώενα έχει κάτω από 500 λέξεις, το Νάμι περί τις 750). Το τραγούδι που παραθέτει ο Παπαδιαμάντης δεν το έχω ξανακούσει και δεν ξέρω αν είναι αυθεντικό, όποιος ξέρει κάτι περισσότερο ας πει.
Είπα ήδη πολλά, οπότε σταματάω και παραθέτω το διήγημα. Στο τέλος έχω μερικά σχόλια γλωσσικά ή μάλλον σημειώσεις συσχέτισης λέξεων και φράσεων του κειμένου με άλλα έργα του Παπαδιαμάντη. Μπορεί να μη συμμεριστείτε τη συγκίνησή μου, πάντα αυτός που βρίσκει κάτι το θεωρεί πολύ σημαντικό, αλλά πάντως διαβάζετε κάτι που ελάχιστοι (εν ζωή) έχουν διαβάσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου