ΜΝΗΜΕΣ .... ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851-1911)
(φωτογραφία του Παύλου Νιρβάνα)
Ο Παύλος Νιρβάνας διηγείται πώς έπεισε τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη να φωτογραφηθεί:
Ο καημένος ο Αλέξανδρος! Καινούριες ανησυχίες θα είχε πάλι η ασκητική του με τη συρροή τόσων ξένων και δικών μας μουσαφιρέων στο ταπεινό του σπιτάκι του ωραίου νησιού. Τον ετρόμαζε τόσο πολύ “η περιέργεια του Κοινού”.
Είχα διηγηθεί άλλοτε την ανησυχία του αυτή, όταν πήγα, κλέφτικα, με χίλιες προφάσεις, να τον φωτογραφίσω απάνω στο καφενεδάκι της Δεξαμενής. Δεν υπήρχε ως τότε φωτογραφία του Παπαδιαμάντη.  Και συλλογιζόμουν ότι απ’ τη μια μέρα στην άλλη μπορούσε να πεθάνει ο μεγάλος Σκιαθίτης, και μαζί του να σβήσει για πάντα η οσία μορφή του. Και πότε αυτό; Σε μια εποχή που δεν υπάρχει ασημότητα που να μην έχει λάβει τις τιμές του φωτογραφικού φακού. Και πώς θα μπορούσε να δικαιολογηθεί μια τέτοια παράλειψη της γενεάς μας σ’ εκείνους που θα ‘ρθουν κατόπι μας να συνεχίσουν το θαυμασμό μας για τον απαράμιλλο λυρικό ψυχογράφο των καλών και των ταπεινών και τον αγνότατο ποιητή των νησιώτικων γιαλών; Αλλά ο αγνός αυτός χριστιανός, με την ψυχή του αναχωρητή, δεν εννοούσε, με κανένα τρόπο, να επιτρέψει στον εαυτό του μια τέτοια ειδωλολατρική ματαιότητα. ”Ού ποιήσεις σεαυτώ είδωλον ουδέ παντός ομοίωμα” ήταν η άρνησή του και η απολογία του. Αποφάσισα όμως να πάρω την αμαρτία του στο λαιμό μου. Ο Θεός και η μακαρία ψυχή του ας μου συχωρέσουν το κρίμα μου. Ένας από τους ωραιότερους τίτλους που αναγνωρίζω στη ζωή μου, είνα ότι παρέδωσα στους μεταγενέστερους τη μορφή του Παπαδιαμάντη.
Με τι δόλια και αμαρτωλά μέσα επραγματοποίησα τον άθλο μου αυτό, το διηγήθηκα, όπως είπα, αλλού. Εκείνο που μου θυμίζουν ζωηρότερα τώρα οι ευλαβητικές γιορτές της Σκιάθου, είναι η ανησυχία του για τη στιγμή που τον αποτράβηξα ως την προσήλια γωνίτσα του μικρού καφενείου, για να ποζάρει μπροστά στο φακό μου. Να “ποζάρει” είναι ένας λεχτικός τρόπος. Είχε πάρει μόνος του τη φυσική του στάση απάνω σε μια πρόστυχη καρέκλα, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, με το κεφάλι σκυφτό, με τα μάτια χαμηλωμένα, στάση βυζαντινού αγίου, σαν ξεσηκωμένη από κάποιο καπνισμένο παλιό τέμπλο ερημοκλησιού του νησιού του. Αυτή δεν ήταν στάση για μια πεζή φωτογραφία. Ήταν μια καλλιτεχνική σύνθεση, και θα μπορούσε να είναι ένα έργο του Πανσελήνου ή του Θεοτοκοπούλου. Αμφιβάλλω αν φωτογραφικός φακός έλαβε ποτέ μια τέτοια ευτυχία.
Αλλά ο Αλέξανδρος ήταν βιαστικός να τελειώνουμε. Γιατί; Μου το ψιθύρισε, ανήσυχα, στο αυτί, και ήταν η πρώτη φορά που τον είχα ακούσει -ούτε φαντάζομαι πως θα τον άκουσε ποτέ κανένας άλλος- να μιλεί γαλλικά:
-Nous excitons la curiosité du public.
Ακούσατε; Ερεθίζαμε την περιέργεια του… Κοινού! Ποιου Κοινού; Δεν ήταν εκεί κοντά μας παρά ένα κοιμισμένο γκαρσόνι του καφενείου, ένας γεροντάκος που λιαζότανε στην άλλη γωνιά του μαγαζιού, και δυο λουστράκια που παίζανε παράμερα. Αυτό ήταν το Κοινό, που ανησυχούσε τον Παπαδιαμάντη η “περίεργειά” του. Και αυτή ήταν η διαπόμπευσή του, που βιαζότανε να της δώσει ένα τέλος.
-Η φιλία ενίκησε το ζορμπαλίκι… μου είπε -αντιγράφω τα ίδια του τα λόγια- στο τέλος του μαρτυρίου του.
Μήπως δεν ήταν στ’ αλήθεια, μια πραγματική θυσία που είχε κάνει στη φιλία μου; Μια θυσία της αγιότητάς του στην ειδωλολατρική ματαιότητα των εγκοσμίων.
(…)
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ ,  περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τ. 163, 1/10/1933

Το 1892 ο Α. Παπαδιαμάντης προσλήφθηκε ως μεταφραστής  στην “Ακρόπολη”. Τα χρήματα που έπαιρνε ήταν αρκετά μα δούλευε ατελείωτες ώρες συχνά μέχρι τα μεσάνυχτα μεταφράζοντας κείμενα από γαλλικές και αγγλικές εφημερίδες, χωρίς διακοπή ούτε τις Κυριακές. Σπάνια ο Γαβριηλίδης τον άφηνε να φύγει νωρίτερα μόνο όταν αργούσε το ευρωπαϊκό ταχυδρομείο ή υπήρχαν πολλές ελληνικές ειδήσεις. Μια τέτοια μέρα τον βρήκε στο δρόμο ο Π. Νιρβάνας: “Για πού τόσο βιαστικός;” τον ρώτησε. “Άφησέ με”, του απάντησε απότομα ο Παπαδιαμάντης. “Τρέχω να προφτάσω τον ήλιο. Έχω ένα μήνα να τον δω και τρέχω να τον προφτάσω πριν βασιλέψει”.

Γ. ΒΑΛΕΤΑΣ βιογραφικό του Παπαδιαμάντη στο βιβλίο “ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ ΑΠΑΝΤΑ” Εκδόσεις ΓΙΟΒΑΝΗ
 
Εντυπωσιακή είναι και η μαρτυρία του Π. Νιρβάνα, που δούλεψε μαζί του στο “ΑΣΤΥ” την περίοδο 1899-1902:
Μου μένει εντυπωμένη η πρώτη φορά, που είχε έρθει ν’ αναλάβει υπηρεσία στο γραφείο. Ο κ. Κακλαμάνος, αφού του μίλησε για τη δουλειά, που είχε να κάνει, έφτασε με κάποια επιφύλαξη και στο ζήτημα του μισθού. -Ο μισθός σας θα είναι εκατόν πενήντα δραχμές… του είπε. Ο Παπαδιαμάντης κοντοστάθηκε, σα να έκανε κάποιους υπολογισμούς με το νου του. -Μήπως είναι λίγα του είπε δειλά ο κ. Κακλαμάνος, έτοιμος ν’ αυξήσει το ποσό, που είχε προτείνει. Τότε άκουσα απ’ τα χείλη του Παπαδιαμάντη τη μοναδικότερη απάντηση που θα μπορούσε να δώσει άνθρωπος σε τέτοια στιγμή. -Πολλές είναι 150… είπε. Με φτάνουνε 100… Και έφυγε βιαστικός και ντροπαλός, χωρίς να προσθέσει λέξη.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΛΕΤΑΣ βιογραφικό του Παπαδιαμάντη από το βιβλίο “ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ ΑΠΑΝΤΑ” Εκδόσεις ΓΙΟΒΑΝΗ
 
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης σύχναζε στο μπακάλικο του Καχριμάνη στην οδό Σαρρή, κοντά στου Ψυρή. Εκεί έτρωγε, εκεί έπινε, εκεί συναντούσε τους φίλους του, και όποτε είχε έμπνευση, αποτραβιόταν στο βάθος κι έγραφε κάποιο διήγημα. Ο ιδιοκτήτης του μπακάλικου, ο κυρ Δημήτρης ο Καχριμάνης τον σεβόταν και του έκανε πίστωση, ενώ του είχε πάντα φυλαγμένο φαγητό εκτός από Τετάρτες και Παρασκευές που ο Παπαδιαμάντης νήστευε και του έφερναν λαδερό φαγητό από το γειτονικό μαγειρείο του μπαρμπα-Γιώργη. Συχνά ο Παπαδιαμάντης καλούσε και τον εξάδελφό του Α. Μωραϊτίδη για να φάνε μαζί. Το μπακάλικο του Καχριμάνη το προτιμούσε γιατί διέθετε πολύ καλό κρασί. Καθόταν ώρες αμίλητος και παρατηρούσε τον κόσμο που έμπαινε για να ψωνίσει. Είκοσι ολόκληρα χρόνια σύχναζε σ’ αυτό το μαγαζί και αρκετά απ’ τα διηγήματά του τα εμπνεύστηκε από εμπειρίες που έζησε εκεί.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΛΕΤΑΣ βιογραφικό του Παπαδιαμάντη από το βιβλίο “ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ ΑΠΑΝΤΑ” Εκδόσεις ΓΙΟΒΑΝΗΣ
Ο Παπαδιαμάντης με το φίλο του Γιάννη Βλαχογιάννη στη Δεξαμενή το 1908.
 
Ο Γιώργος Σεφέρης θυμάται μια επίσκεψή του στη Σκιάθο, το 1930:
Σπίτι του Παπαδιαμάντη. Η γριά αδερφή του έκλαιγε καθώς μας μιλούσε γι’ αυτόν. Λιγνή, ψηλή, μελαχρινή, βυζαντινή ράτσα. Το σπιτάκι καθαρό και ασπρισμένο, μια μεγαλωμένη φωτογραφία του Παπαδιαμάντη κρεμασμένη στον τοίχο στην κάμαρα όπου πέθανε. Από το παράθυρο ως το μικρό σκιαθίτικο τζάμι, ένα στρώμα κατάχαμα σκεπασμένο μ’ ένα κιλίμι. Εκεί πάνω ξεψύχησε (2 Ιανουαρίου), αφού ζήτησε να τον σηκώσουν και να τον καθίσουν κοντά στη φωτιά. Το μόνο βιβλίο του που είδα πάνω στο μικρό τραπέζι, μια φτηνή αγγλική έκδοση (Omnibus) του Σαίξπηρ.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ “ΜΕΡΕΣ Α΄” Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ



ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

Σ’ ένα μαγαζάκι, εκεί κάτω στον Άγιο Φίλιππα, με περιβολάκι και με του πουλιού το γάλα μέσα, μιαν όαση αθηναϊκή, μ’ έσυρε ο Μητσάκης ένα δειλινό ανοιξιάτικο.
- Πάμε να σε γνωρίσω με κάποιονε που θα ενθουσι­αστείς! μου είπε.
Πήγαμε. Στο περιβολάκι μέσα, κάτω από μια μουργιά ολοπράσινη, μπροστά σ’ ένα τραπέζι, που είχε πάνω ένα ποτήρι αδειανό κι ένα μισογεμάτο κατοσταράκι ρετσινάτο, καθότανε ένας μεσόκοπος άνθρωπος, κακοντυμένος, και κουτσόπινε.
- Γεια σου, κυρ Αλέξαντρε!... Ο νεαρός από δω... Ξεκαρδίστηκα στα γέλια.
- Μωρέ, τον Παπαδιαμάντη θα μου συστήσεις;… Χαμογέλασε κι ο Παπαδιαμάντης.
Ίσια ίσια δεν είχε περάσει ούτε βδομάδα, που τον είχα ανταμώσει ένα βράδυ, μ’ ένα φίλο μου, σε μια ταβέρνα του Ψυρρή. Περνούσαμε απ’ όξω και μας φώναξε να μας κεράσει. Ο φίλος μου, που είχε μεγαλύτερη σκέση με το ρετσινάτο παρά με τα γράμματα, καταγοητεύτηκε από τη γνωριμία του.
- Πίνεις στα γερά, κρασοπατέρα! του ’λεγε κάθε λίγο και λιγάκι.
Και πάνω στο κρασί, δεν ξέρω πως του ήρθε - ίσως γιατί τον είδε έτσι κακοντυμένο κι αξούριστο - κινημένος από ένα αίστημα αυτόματο κι ανάκατο, αίστημα θαμασμού προς το γερο-κρασοπότη και συμπόνιας προς τον κακομοιριασμένο άνθρωπο, έβγαλε μια χούφτα δεκάρες από την τσέπη του και του τις έδωσε:
- Πάρ’ τες, φουκαρά! του είπε. Κι ο Παπαδιαμάντης πήρε τις δεκάρες χαμογελώντας και τις άφησε πάνω στο τραπέζι...
- Τις πίνουμε κι αυτές! είπε κι έτσι έγινε. Ήπιαμε κι άλλες, και σαν χωριστήκαμε, κατά τα μεσάνυχτα, ο φί­λος πετούσε από τη χαρά του.
- Γνώρισα το Βάκχο απόψε!... Τον αληθινό Βάκχο! έλεγε. Ήπιε έναν περίδρομο κρασί και ούτε ζαλίστηκε κα­θόλου!... Μωρέ, τ’ είν’ αυτός!...
Δεν του είπα, τ’ είν αυτός! Περιττό. Τ’ άγια τοις κυσί... Κι ο κυρ-Αλέξαντρος όμως, όπως δα και το συ­νήθιζε, φρόντιζε να μην του ξεφύγει καμιά λέξη που να δίνει υποψία πως είναι και τίποτ’ άλλο κι όχι μοναχά γερός κρασοπότης.
Το επεισόδιο αυτό το διηγηθήκαμε στο Μητσάκη για να τον πείσουμε πως η γνωριμία μας ήταν παλιά κι είχε γαρνιριστεί και με νόστιμο επεισόδιο, και καθίσαμε στο τραπέζι κι ο ταβερνιάρης μας έφερε καλούς μεζέδες και κρασί και σιγοπίνοντας αρχίσαμε τις συνηθισμένες, τις αγαπημένες μας φιλολογικές κουβεντούλες.
Ο Μητσάκης τον αγαπούσε πολύ τον Παπαδιαμάντη, τον εχτιμούσε και ως άνθρωπο και ως συγγραφέα και αρχίνησε ν’ αναλύει, με μια κριτική πρόχειρη μα βαθιά, τα διάφορα διηγήματα, που είχε δημοσιέψει, εδώ κι εκεί, ίσαμε τότε.
Ο κυρ-Αλέξαντρος, με τη χαραχτηριστική του μετριοφροσύνη, εύρισκε υπερβολικούς τους επαίνους κι όσο επί­μενε ο Μητσάκης, τόσο ο Παπαδιαμάντης ζάρωνε περισσότερο. Στο τέλος ο Μητσάκης, για ναν του αποδείξει πως έχει δίκιο, άρχισε ν’ απαγγέλνει και στίχους του:

Λόγγος κι ορμάνι γύρω στο Παλάτι
και το φυλάνε αόρατα σπαθιά,
κι Εκείνη αποκοιμήθηκε βαθιά
και δεν τη βλέπει ανθρώπου μάτι ...

Ήταν η «Κοιμάμενη βασιλοπούλα», το ποίημα που είχε δημοσιέψει λίγους μήνες πριν ο Παπαδιαμάντης στην «Ακρόπολη» για το θάνατο της βασιλοπούλας Αλεξάντρας, κι ο Μητσάκης το ήξερε όλο απ’ όξω, κι όλο μονορούφι το απάγγειλε, με τη χαραχτηριστική του, την έντονη και λίγο φωνακλάδικη, απαγγελία του.
- Δεν έχεις γράψει κι άλλους στίχους, κυρ-Αλέξαντρε; τόνε ρώτησε.
- Έχω γράψει κι άλλους, σε κάποιο διήγημά μου ανέκδοτο, μα δεν αξίζουν κι αυτοί!...
- Έχεις γράψει κι άλλους;... Και δε μας τους λες; Δε μας τους ψέλνεις;...
- Τι να σας τους πω!... Δεν αξίζουν!...
Είδαμε και πάθαμε, με χίλια παρακάλια, να τον καταφέρουμε. Κι έτσι ο Παπαδιαμάντης άρχισε, με τη βαθιά και χαμηλή φωνή του ν’ απαγγέλνει - το σωστότερο, να κανοναρχάει, γιατί από τα εκκλησιαστικά ποτέ δεν ξεκολνούσε - το ακόλουθο ποίημα, που ύστερ' από λίγο καιρό το διαβάσαμε στην «Ακρόπολη», σε κάποιο διή­γημά του:

 
Εικόν’ αχειροποίητη, που στην καρδιά μου σ’ είχα
κι είχα για μόνο φυλαχτό μια της κορφής σου τρίχα,
ονείρατα στον ύπνο μου μαυροφτερουγιασμένα,
σαν  περιστέρι στη σπηλιά, μ’ ετάραξαν για σένα.
Κίνδυνο, μαύρο σύγνεφο, οι μάγισσες μου λένε –
Τ’ αηδόνια αυτά που κελαδούν μου φαίνεται πως κλαίνε.
Να σε χαρεί η άνοιξη μαζί με τα λουλούδια,
Οπού ’ναι σαν αμέτρητα ζωγραφιστά τραγούδια.
Συ στο σκολειό δεν έμαθες να γράφεις ραβασάκια·
στα χείλη σου τα ροδινά πού τα ’βρες τα φαρμάκια;
Στα μάτια τα ψιχαλιστά έχει ο έρωτας καρτέρι...
Κι αυτό το μορφοδούλικο, το τιμημένο χέρι,
αν έσφιξε ή το ’σφιξαν, ένας Θεός το ξέρει.
Τη χάρη σου τη σπλαχνική μη μ’ αρνηθείς, πουλί μου...
Αγάπη μου αιώνια, αγάπη υστερνή μου !

- Έτσι λοιπόν! κραύγασε ο Μητσάκης. Έτσι λοιπόν, κυρ-Αλέξαντρε!... Έχουμε έρωτες και τους τραγου­δάμε τόσο όμορφα!
- Εγώ δεν έχω έρωτες! αποκρίθηκε ο Παπαδιαμάντης, χαμηλώνοντας τα μάτια. Ο ήρωάς μου έχει!
- Μπρε, αυτά είναι κολοκύθια! Πρέπει ν’ αγαπούμε εμείς για ν’ αγαπούνε και τα πλάσματα της φαντασίας μας!... Τέτοια τραγούδια, σαν κι αυτά, δεν είναι φιλολογία, και να με συμπαθάς... Αναβρύζουν από την ψυχή, κι όταν η ψυχή δε συγκλονίζεται από ένα αίστημα δυνατό, δε μιλάει· βουβαίνεται!...
Πόσο δίκιο είχε ο Μητσάκης, και πόσο άδικο είχε ο Παπαδιαμάντης να επιμένει πως το τραγούδι του αυτό ήτανε φιλολογία!
Ένα βράδυ πάλι, ύστερ’ από καιρό, κατεβαίναμε από το Σύνταγμα προς την οδό Σταδίου, ο Κλεάνθης, ο Μη­τσάκης, ο Κώστας ο Ξένος, ένας δυο άλλοι φίλοι ακόμα, κι εγώ. Εκεί, όπου σήμερα το καπνοπωλείο Βάρκα, αντα­μώσαμε τον Παπαδιαμάντη. Τόνε σταματήσαμε. Ο Μη­τσάκης επίμενε να τον τραβήξει μαζί μας. Αντιστεκότανε. Στο τέλος δέχτηκε. Οι άλλοι προχωρούσανε σιγά σιγά, κου­βεντιάζοντας. Εγώ έμεινα πίσω, μερικά βήματα, μαζί του. Ήτανε κακοντυμένος. Το πουκάμισο του, στο λαιμό, αντί κουμπί, θυμάμαι, είχε μια θηλιά από σπάγκο. Το πανω­φόρι του, χιλιολιγδιασμένο, το ’κλεινε με τα χέρια του σταυ­ρωτά κάτω από τα στήθη του, όπως το συνήθιζε, προς την κοιλιά.
- Με τέτοια χάλια να ’ρθω μαζί σας; μου είπε με ήρεμη, όχι πικραμένη, φωνή.
- Τ’ είν' αυτά, κυρ-Αλέξαντρε; Του λόγου σου να μι­λάς έτσι;…
- Άφησέ με να φύγω! επίμενε.
Και μ’ άφησε και μπήκε στην οδό Βουκουρεστίου.
- Πού είναι ο Παπαδιαμάντης, με ρώτησε ο Μητσά­κης, σαν τους ζύγωσα, μόνος μου.
- Μου ’φυγε!
- Και βέβαια σου ’φυγε, πρόστεσε ξεκαρδισμένος ο Κλεάνθης, σαν είχες την ανοησία να πιστέψεις πως θα σε ακολουθούσε λυτός! Έπρεπε ναν το δέσεις αυτό το αντικοινωνικό θηρίο για να ’σαι σίγουρος πως θα σε ακολουθήσει...

Το κλισέ του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη  φιλοτεχνήθηκε από το Μίμη Παπαδημητρίου