Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2012

Oι «Χαλασοχώρηδες»

Ο κ. Κώστας Λιάπης γράφει:

«Βαθιά προβληματισμένοι κι ώς στο έπακρο απογοητευμένοι και εξοργισμένοι οι Έλληνες πολίτες με το ανεκδιήγητο πια χάλι στο οποίο έχει περιπέσει η πολιτική ζωή της πατρίδας μας, εξαιτίας των γνωστών αρνητικών φαινομένων που την οδήγησαν σε μια πρωτόφαντη οικονομική κρίση κι έφεραν τον πολιτικό κόσμο της στο έσχατο όριο  της ανυποληψίας μέσα κι έξω από την Ελλάδα. Κι ενώ η ανοχή του κοσμάκη, που πληρώνει τα σπασμένα, των μοιραίων και σκανδαλολογικών επιλογών και επιδόσεων  των εκάστοτε κυβερνητικών κρατούντων  έχει εξαντληθεί, έχουμε και τον κ. αντιπρόεδρο της σημερινής …μνημονιακής κυβέρνησης να παριστάνει με περισσή ιταμότητα τον κήνσορα δικαίων και αδίκων. Ο ίδιος, κατά τη γνωστή συνήθειά του έχει επιδοθεί τον τελευταίο καιρό σε μια κατασυκοφάντηση των πάντων, βρίζοντας κι ελεεινολογώντας σ’ ένα παραλήρημα είκιστα δημοκρατικού (για να μην τον χαρακτηρίσω αλλιώς) λόγου, αντίπαλα πολιτικά κόμματα, πολίτες ακόμα κι εφημερίδες, ενώ παραδίδει ανενδοίαστα και μαθήματα εθνικής ιστορίας και κοινωνιολογίας, αμφισβητώντας, ως να ήταν φανατικός οπαδός του Φαλμεράιερ, κι αυτή ακόμα τη γνησιότητα της καταγωγής των σημερινών Ελλήνων ψηφοφόρων του!
Το φαινόμενο είναι θαρρώ χαρακτηριστικό της κατάντιας που δέρνει αυτόν τον τόπο. Που μπορεί βέβαια, θεωρώντας κάποιον πολίτη ως γραφικό στην υπερβολή ή τη γελοιότητα  των λόγων και των καμωμάτων του, να μην τον παίρνει στα σοβαρά, να σπάζει  πλάκα μαζί του και να του δίνει άφεση αμαρτιών, για όσα με τόση ελαφρότητα ξεστομίζει. Όταν όμως αυτός ο κάποιος είναι αντιπρόεδρος μιας κυβέρνησης και με προφανή προπέτεια λέει τα όσα λέει, και μάλιστα ακόμα και σε διεθνή φόρα, φτάνοντας στο σημείο να θεωρεί τους δημόσιους υπαλλήλους «κοπρίτες», τους δημοσιογράφους που δε συμπαθεί και τους αναγνώστες που τους διαβάζουν «ζώα» και συλλήβδην όλους τους υπόλοιπους πολίτες τόσο διεφθαρμένους ώστε να παρασύρουν και τους …αθώους πολιτικούς στα σκάνδαλα που βρωμίζουν το πολιτικό μας σύστημα,  το πράγμα θαρρώ πως αλλάζει. Ένας τέτοιος τιμητής των πάντων, που χρησιμοποιεί μάλιστα γλώσσα αγοραίου υβριστή, όταν τυχαίνει να ασκεί χρέη κορυφαίου και υπεύθυνου παράγοντα της δημόσιας ζωής, πουθενά, θαρρώ, στον κόσμο δεν θα εξακολουθούσε να διατηρεί μια τόσο υπεύθυνη  θέση σε μια εθνική κυβέρνηση. Αυτά τα πράγματα μόνο στη χώρα όπου εξακολουθεί να ανθεί η φαιδρά και …πράσινη πορτοκαλέα μπορούν να περνάνε χωρίς να κοκκινίζουν από ντροπή για το κατάντημα και οργή κυρίως για το διεθνή διασυρμό της χώρας από τα άθλια αυτά καμώματα του συγκεκριμένου συντρόφου τους οι κομματικοί συνοδοιπόροι του υπουργοί και βουλευτές, και κυρίως βέβαια ο πρωθυπουργός της χώρας, που όπως φαίνεται «περί άλλα τυρβάζει και μεριμνά».
Κι όσο για τους απλούς πολίτες, τους «κοπρίτες», τα «ζώα» και όλους γενικά τους «διεφθαρμένους», αυτοί βέβαια, στην πλειοψηφία τους, κι όταν δεν είναι κομματικά εθελοτυφλούντες, δεν αρκούνται όταν αναφέρονται με οργή, αλλά και αγανάκτηση στα καμώματα του πληθωρικού κ. αντιπροέδρου στη γνωστή λαϊκή παροιμία «είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα» (που κάποιοι, έχοντας υπόψη τις σωματικές διαστάσεις τους υβριστή τους, την παραφράζουν «είπε ο ιπποπόταμος τον πετεινό κεφάλα»), αλλά του τα ψάλλουν σε πολύ ψηλότερους τόνους. Ώς εκεί όμως και μη παρέκει. Άλλωστε τον τόνο των λαϊκών αντιδράσεων δεν τον δίνουν πια στην καθημαγμένη χώρα μας οι επαναστάτες, αλλά οι θυμικά εγκρατέστεροι πολίτες, που όταν δεν παροιμιολογούν με ήπια κατά κανόνα εμπαιχτική διάθεση, αρκούνται  μόνο να χαμογελούν με θλίψη κι αποκαρδίωση για το κατάντημα της κάποτε περήφανης χώρας μας. Ίσως μάλιστα και κάποιοι απ’ αυτούς να θεωρούν πραγματικά διεφθαρμένους εαυτούς και αλλήλους αφού, όπως τους διαβεβαίωσε κυνικά και σε όλους τους τόνους ο αξιότιμος κ. αντιπρόεδρος, «πολίτες και πολιτικοί μαζί τα φάγαμε».
Το κακό είναι πως δε βρίσκεται πια στη ζωή ο Σκιαθίτης «κοσμοκαλόγερος» Παπαδιαμάντης, να βγει μπροστά με το αμίμητο κοντύλι του και να βάλει τα πράγματα στη σωστή θέση τους, όπως αυτά ήταν και ίσχυαν πάντα με τους χαλασοχώρηδες πολιτικούς στην άμοιρη χώρα μας· που είχαν κι έχουν από τότε που έγινε το «ρωμέικο» τον πρώτο και κυρίαρχο λόγο στο εθνικό και με το αζημίωτο φαγοπότι (απ’ το οποίο, αν όντως δεν είναι ψευδή κάποια φρέσκα δημοσιεύματα του «ζωοτρόφου» τύπου, ο περί ου παραπάνω ο λόγος κ. αντιπρόεδρος δεν αποτελεί, δυστυχώς  φωτεινή εξαίρεση).
Και μια κι η αναφορά μου για χαλασοχώρηδες πολιτικούς (χωρίς βέβαια να παίρνω μπάλα το σύνολο των εκπροσώπων του Έθνους, ανάμεσα στο οποίο υπήρξαν και υπάρχουν πάντοτε και διαμάντια) θεωρώ ως ταιριαστότερο επιστέγασμα αυτής της αναφοράς μου ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από την ομώνυμη νουβέλα του Παπαδιαμάντη («Οι Χαλασοχώρηδες»), γραμμένη στα 1892 κι εμπνευσμένη από πραγματικό σκηνικό σκιαθίτικης προεκλογικής μάχης, όπου βέβαια για λόγους ευνόητους τα αναφερόμενα πρόσωπα πολιτικών και αδρά μισθωμένων και αργυρώνητων απ’ τους ίδιους κομματαρχών και ψηφοφόρων είναι πλαστά. Διαβάστε το και βγάλτε τα συμπεράσματά σας ποιοι ήταν και τότε, ποιοι είναι σε πολλές περιπτώσεις και σήμερα οι «αθώοι» κατά τον κ. αντιπρόεδρο πολιτικοί μας, που «παρασύρονται» σε έκνομες πράξεις από τους «κοπρίτες» και «διεφθαρμένους» πολίτες.
«Κατά την πρώτη σύνοδον (της Βουλής) ο Γεροντιάδης εφρόντισε να διορίση εις μικράς ή μεγάλας θέσεις όλους τους ανεψιούς του, επτά τον αριθμόν, καθώς δύο εξαδέλφους του και τρεις δευτέρους εξαδέλφους του, ως και δύο κουμπάρους και τον υιόν της κουμπάρας του και τον αδελφόν της υπηρέτριάς του  και άλλους. Κατά την δευτέραν σύνοδον κατώρθωσε να ακυρώση δικαστικώς όλα τα ενοικιαστήρια των οικιών των αντιπάλων του ως δημοσίων γραφείων και να ενοικιάση την μίαν οικίαν του ως επαρχείον, την άλλην ως ελληνικόν σχολείον, καθώς και της τρίτης παραθαλασσίου οικίας του, το μεν άνω πάτωμα ως εφορίαν  το δε κάτω πάτωμα ως λιμεναρχείον. Έμενεν ακόμη το ταμείον, το τελωνείον και το ειρηνοδικείον, αλλά δυστυχώς δεν είχεν άλλας οικίας ιδικάς του προς ενοικίασιν.  Κατά την τρίτην σύνοδον επρόφθασε κι έβαλε δύο εκ των υιών του υποτρόφους δύο διαφόρων κληροδοτημάτων, καθ’ ο ανομοίου κλίσεως και προορισμού. Όσον διά την κόρην του αυτήν την εισήγαγεν, τη συναινέσει και της μητρός της, νομίμου συζύγου του, εις το «Σχολείον της Αμαλίας», ως ασφαλέστερον, μη ευρών άλλο πρόχειρον  παρθεναγωγείον  ίνα την εισαγάγη. Και άλλα ακόμα θα κατόρθωνε, διότι η Βουλή εκείνη παραδόξως εφαίνετο έχουσα «μέρες απ’ το Θεό» διά να ζήση. Δυστυχώς και παρ’ ελπίδα διελύθη τον τέταρτον μήνα της Γ’ συνόδου άγουσα»…
Γιορτάζοντας αυτές τις μέρες (11 του Γενάρη), αλλά κι όλον το χρόνο φέτος τα 100 χρόνια από το θάνατο  του Σκιαθίτη Άγιου των Γραμμάτων μας, δεν μπορούμε τούτες τις κρίσιμες  για την πατρίδα μας ώρες, που η απογοήτευση και η οργή των συμπολιτών μας για τα συμβαίνοντα σ’ αυτή βρίσκονται  στην κορύφωσή τους, παρά να θυμηθούμε τον βαρυσήμαντο λόγο του άλλου τιμώμενου φέτος πνευματικού μας βάρδου, του Νομπελίστα ποιητή μας Οδυσσέα Ελύτη:
«Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί, όπου και να θολώνει ο νους σας, μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη»…».

Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2012

Ο Παπαδιαμάντης στη Βαρσοβία



Αφιέρωμα στον κορυφαίο Σκιαθίτη διηγηματογράφο με βολιώτικη συμμετοχή

Αφιέρωμα προς τιμή του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη θα πραγματοποιηθεί στην Πολωνία την ερχόμενη εβδομάδα. Ο συμπατριώτης μας καλλιτέχνης και επιστήμονας Στέλιος Πελασγός θα βρεθεί στην Πολωνία σε λίγε μέρες για να τιμήσει τον μεγάλο Σκιαθίτη.
Διηγήματα του Παπαδιαμάντη μεταφράστηκαν στα πολωνικά και προς τιμήν του Ινστιτούτο Διεπιστημονικών Ερευνών Artes Liberales του Πανεπιστημίου της Βαρσοβίας και ο πολωνικός Σύλλογος φίλων της Ελλάδας διοργανώνει εορταστικές εκδηλώσεις που περιλαμβάνουν επιστημονική ημερίδα και παράσταση αφήγησης.
Στις 28 Σεπτεμβρίου, η ημερίδα για την γνωριμία του πολωνικού κοινού με το έργο και βίο του Παπαδιαμάντη θα έχει τέσσερεις εισηγήσεις: Ο Przemyslaw Kordos θα παρουσιάσει την σειρά μεταφράσεων «Αριστουργήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας» (ο ένατος και δέκατος τόμος είναι αφιερωμένοι στα διηγήματα του Παπαδιαμάντη).
Η καθηγήτρια Małgorzata Borowska θα κάνει μια γενική παρουσίαση του έργου του («Συντηρητικός και καινοτόμος»), ο ελληνικής καταγωγής καθηγητής Ilias Wrazas (Πανεπιστήμιο Βρότσλαβ) θα μιλήσει για την Φόνισσα (Ο Παπαδιαμάντης ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση), ο Δρ. Στέλιος Πελασγός για τον τρόπο που μυθοποιήθηκε ο Παπαδιαμάντης και το έργο του στην νεοελληνική λαϊκή παράδοση και ο Michał Kononiuk θα μιλήσει με θέμα «Η Σκιάθος με τα πόδια. Στα ίχνη του Παπαδιαμάντη».
Την επόμενη μέρα ο Σύλλογος Φίλων της Ελλάδας διοργανώνει παράσταση αφήγησης με τον πρωτεργάτη της αναβίωσης της τέχνης του παραμυθά στην Ελλάδα Δρ. Στέλιο Πελασγό. Θα ακουστούν αποσπάσματα από την παράσταση αφήγησης «Δός μοι τούτον τον ξένον» με διηγήσεις από την ζωή του Παπαδιαμάντη και από την παράσταση «Παπούτσια από χαρτί» που περιλαμβάνει παραμύθια από την Σκιάθο και την νησιωτική Ελλάδα. Στο κανονάκι θα τον συνοδεύσει η Δομνίκη Μαυρίδου.
Επίσης θα γίνει παρουσίαση της έκδοσης «Η Σκιάθος του Παπαδιαμάντη» με αποσπάσματα των διηγημάτων του και φωτογραφίες.
Οι παραπάνω εκδηλώσεις ήταν προγραμματισμένες για πέρσι αλλά τελικά με μεγάλη προσπάθεια πραγματοποιούνται φέτος λόγω των οικονομικών δυσκολιών. Είναι προφανές ότι όλη η Ελλάδα προβάλλεται με τέτοιες εκδηλώσεις αλλά ιδιαίτερα η περιοχή μας και ενισχύεται ο αληθινός πολιτιστικός τουρισμός ενώ καλλιεργείται, αντίστοιχα, ο φιλελληνισμός.

Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2012

Αθησαύριστος Παπαδιαμάντης(;) 84 χρόνια μετά!





Ένα διήγημα, που κατά πάσα πιθανότητα, γράφτηκε από τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, αθησαύριστο έως σήμερα, έφερε στο φως μετά από έρευνα, ο γνωστός συγγραφέας, μεταφραστής και δεινός blogger, Νίκος Σαραντάκος.
Η είδηση της ανακάλυψης ενός διηγήματος του Μεγάλου μας Παπαδιαμάντη που έως τώρα παρέμενε χαμένο, προκαλεί όπως είναι φυσικό μεγάλο ενδιαφέρον και τώρα, δε μένει παρά να διαπιστωθεί και τυπικά η αυθεντικότητα του διηγήματος. Την ανακοίνωση, έκανε ο ίδιος ο Νίκος Σαραντάκος, στο προσωπικό του ιστολόγιο «Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία», μια από τις καλύτερες γωνιές για τη λογοτεχνία και τη γλώσσα στο διαδίκτυο – αν δεν το έχετε γνωρίσει, προτείνουμε να το βάλετε στα αγαπημένα σας και να το επισκέπτεστε.
Η συνέχεια και οι πληροφορίες, με τα λόγια του ίδιου του Νίκου Σαραντάκου:
«Το διήγημα λέγεται «Η νοσταλγία του Γιάννη». Ο τίτλος είναι γνωστός. Στο σημείωμά του στον 4ο τόμο των Απάντων (από τις εκδόσεις Δόμος), ο Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλος αναφέρει τέσσερα διηγήματα που παραμένουν ανεύρετα ενώ ξέρουμε την ύπαρξή τους από άλλες πηγές. Ένα από αυτά είναι και η Νοσταλγία του Γιάννη, που ξέρουμε ότι δημοσιεύτηκε στην εφημ. Αλήθεια, στις 25 και 26 Απριλίου 1906, της οποίας μέχρι τώρα δεν έχει βρεθεί πλήρες σώμα· στη Βιβλιοθήκη της Βουλής υπάρχουν φύλλα της μόνο από τις 25 Δεκεμβρίου 1906, όταν πια είχε μετεξελιχθεί σε εβδομαδιαίο έντυπο. Όμως. η Αλήθεια εκδόθηκε τον Απρίλιο του 1905 και ο Παπαδιαμάντης ήταν ταχτικός συνεργάτης της (όπως μαθαίνουμε από διαφημιστικές αγγελίες σε άλλα έντυπα), πράγμα που σημαίνει ότι αν βρεθεί σώμα εκείνης της εποχής τίποτα δεν αποκλείει, στους 20 μήνες δημοσιεύσεων που δεν έχουν βρεθεί, να βρεθούν όχι ένα, αλλά πολλά ακόμα άγνωστα παπαδιαμαντικά διηγήματα. Ψηλώνει ο νους όταν το σκέφτεσαι…
»Για τη Νοσταλγία του Γιάννη, το μόνο μέχρι στιγμής ίχνος ήταν μια μαρτυρία σε περιοδικό του 1938, ότι ο Αντώνης Μουσούρης είχε στο αρχείο του αποκόμματα του διηγήματος.
»Το δικό μου εύρημα, αν υποτεθεί ότι αφορά το ίδιο διήγημα, δεν το βρήκα στην Αλήθεια, αλλά σε μια μεταγενέστερη πηγή, στο περιοδικό Οικογένεια, σε τεύχος του 1928. Η Οικογένεια ήταν λαϊκό περιοδικό που έβγαινε από το 1926 έως το 1934 (νομίζω). Την έβγαζε ο Κ. Θεοδωρόπουλος, που επίσης εξέδιδε το γνωστότερο Μπουκέτο. Γύρω στο 1935 τα δυο περιοδικά συγχωνεύθηκαν, σε ενιαίο έντυπο με τον τίτλο Μπουκέτο, αλλά είχε περάσει πια η χρυσή εποχή τους, που κράτησε περίπου ως το 1933, όταν περισσότερο με το Μπουκέτο και κάπως λιγότερο με την Οικογένεια συνεργάζονταν τα πρώτα συγγραφικά ονόματα της εποχής».
«Κατά τη γνώμη μου, δεν χωράει αμφιβολία πως το διήγημα που θα διαβάσετε είναι του Παπαδιαμάντη, αν και δεν αποκλείω να έχει γίνει επέμβαση σε μερικά σημεία από τον επιμελητή του περιοδικού (να είναι ο Κοτζιούλας;) Για παράδειγμα, ο Παπαδιαμάντης στα άλλα του διηγήματα δεν γράφει «του μαγαζιού», όπως εδώ, αλλά «του μαγαζείου». Τέλος πάντων, στο τέλος παραθέτω πολλές ενδείξεις υπέρ και κατά της αυθεντικότητας του κειμένου...»
 
Το πλήρες άρθρο του Νίκου Σαραντάκου:
 

Το σημερινό άρθρο το παρουσιάζω με αρκετή συγκίνηση, διότι πρόκειται να διαβάσετε ένα διήγημα που κατά πάσα πιθανότητα (το τονίζω) είναι του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, αυθεντικό ή ελαφρώς διασκευασμένο, που δεν έχει εκδοθεί σε βιβλίο, δεν έχει συμπεριληφθεί σε καμιά έκδοση των Απάντων του, ούτε τη μνημειώδη τελευταία έκδοση του Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου (εκδ. Δόμος)· δηλαδή πρόκειται για ένα αθησαύριστο διήγημα, που οι παπαδιαμαντολόγοι ήξεραν την ύπαρξή του αλλά έως τώρα ελάνθανε.
Φωτογραφία της δημοσίευσης
Βέβαια, επειδή μου αρέσει να σκαλίζω παλιά χαρτιά και να βγάζω στην επιφάνεια άγνωστα ή δυσεύρετα λογοτεχνικά κείμενα, οι ταχτικοί αναγνώστες του ιστολογίου, ιδίως των κυριακάτικων δημοσιεύσεων, ίσως θυμούνται κι άλλα αθησαύριστα κείμενα που έχουν δημοσιευτεί εδώ, όπως ένα ποίημα του Βάρναλη ή πολλά του Λαπαθιώτη (παράδειγμα). Αλλά με τον Παπαδιαμάντη το πράγμα διαφέρει· επειδή ακριβώς έχουν πάνω του εργαστεί πολλοί και δεινοί φιλόλογοι, δεν είναι και τόσο συνηθισμένο φαινόμενο να βγαίνει στην επιφάνεια άγνωστο διήγημα του Παπαδιαμάντη.
Για την ακρίβεια, τις τελευταίες δεκαετίες ένα μόνο άγνωστο διήγημα έχει φανερωθεί, το Γιαλόξυλο, που το ανακάλυψε ο Β. Τωμαδάκης το 2007 και αρχικά είχε δημοσιευτεί στο χριστουγεννιάτικο φύλλο της εφημ. Πατρίς (25.12.1905). Επομένως, το αθησαύριστο που θα διαβάσετε, αν επιβεβαιωθεί, θα είναι το δεύτερο του είδους· κι αν πάρουμε υπόψη μας τη θέση του Παπαδιαμάντη στη γραμματεία μας, το σημερινό εύρημα δεν είναι μικρό πράμα και αισθάνομαι ότι αποτελεί το κόσμημα της συλλογής μου των αθησαύριστων, έστω κι αν το διήγημα δεν είναι από τα καλύτερά του. Παπαδιαμάντης είναι αυτός, δεν είναι παίξε γέλασε. (Επειδή αναγκαστικά θα πω πολλά, αν θέλετε μπορείτε να τα παραλείψετε και να πάτε κατευθείαν στο διήγημα).
Το διήγημα λέγεται «Η νοσταλγία του Γιάννη». Ο τίτλος είναι γνωστός. Στο σημείωμά του στον 4ο τόμο των Απάντων (από τις εκδόσεις Δόμος), ο Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλος αναφέρει τέσσερα διηγήματα που παραμένουν ανεύρετα ενώ ξέρουμε την ύπαρξή τους από άλλες πηγές. Ένα από αυτά είναι και η Νοσταλγία του Γιάννη, που ξέρουμε ότι δημοσιεύτηκε στην εφημ. Αλήθεια, στις 25 και 26 Απριλίου 1906, της οποίας μέχρι τώρα δεν έχει βρεθεί πλήρες σώμα· στη Βιβλιοθήκη της Βουλής υπάρχουν φύλλα της μόνο από τις 25 Δεκεμβρίου 1906, όταν πια είχε μετεξελιχθεί σε εβδομαδιαίο έντυπο. Όμως. η Αλήθεια εκδόθηκε τον Απρίλιο του 1905 και ο Παπαδιαμάντης ήταν ταχτικός συνεργάτης της (όπως μαθαίνουμε από διαφημιστικές αγγελίες σε άλλα έντυπα), πράγμα που σημαίνει ότι αν βρεθεί σώμα εκείνης της εποχής τίποτα δεν αποκλείει, στους 20 μήνες δημοσιεύσεων που δεν έχουν βρεθεί, να βρεθούν όχι ένα, αλλά πολλά ακόμα άγνωστα παπαδιαμαντικά διηγήματα. Ψηλώνει ο νους όταν το σκέφτεσαι…
Για τη Νοσταλγία του Γιάννη, το μόνο μέχρι στιγμής ίχνος ήταν μια μαρτυρία σε περιοδικό του 1938, ότι ο Αντώνης Μουσούρης είχε στο αρχείο του αποκόμματα του διηγήματος.

Το δικό μου εύρημα, αν υποτεθεί ότι αφορά το ίδιο διήγημα, δεν το βρήκα στην Αλήθεια, αλλά σε μια μεταγενέστερη πηγή, στο περιοδικό Οικογένεια, σε τεύχος του 1928. Η Οικογένεια ήταν λαϊκό περιοδικό που έβγαινε από το 1926 έως το 1934 (νομίζω). Την έβγαζε ο Κ. Θεοδωρόπουλος, που επίσης εξέδιδε το γνωστότερο Μπουκέτο. Γύρω στο 1935 τα δυο περιοδικά συγχωνεύθηκαν, σε ενιαίο έντυπο με τον τίτλο Μπουκέτο, αλλά είχε περάσει πια η χρυσή εποχή τους, που κράτησε περίπου ως το 1933, όταν περισσότερο με το Μπουκέτο και κάπως λιγότερο με την Οικογένεια συνεργάζονταν τα πρώτα συγγραφικά ονόματα της εποχής. Η Οικογένεια ήταν κάπως λαϊκότερη και αισθηματικότερη από το Μπουκέτο, αλλά είχε κι αυτή κατά περιόδους αξιόλογη ύλη (ενώ σε άλλες εποχές δημοσίευε απλώς μεταφρασμένη γαλλική λογοτεχνία χαμηλών αξιώσεων). Με το Μπουκέτο και την Οικογένεια έχουν συνεργαστεί πυκνά δυο αγαπημένοι μου λογοτέχνες, ο Ν. Λαπαθιώτης και ο Γ. Κοτζιούλας, ο οποίος μάλιστα επί σειρά ετών δούλευε κιόλας διορθωτής και μεταφραστής στα δυο περιοδικά.
Αλλά παρασύρθηκα, οπότε επιστρέφω στον Παπαδιαμάντη. Η δημοσίευση της Νοσταλγίας στην Οικογένεια δεν με παραξενεύει. Στο Μπουκέτο, το αδελφό περιοδικό, είχαν δημοσιευτεί στη δεκαετία του 1930 αρκετά τότε ανέκδοτα διηγήματα του Παπαδιαμάντη και μάλιστα η πρόσφατη ανακάλυψη αυτών των δημοσιεύσεων προκάλεσε έναν μικρό φιλολογικό καβγά, διότι ο Φ. Δημητρακόπουλος θεώρησε ότι οι αποκλίσεις των δημοσιεύσεων αυτών ως προς τα Άπαντα διασώζουν αυθεντικές γραφές του Παπαδιαμάντη ενώ ο Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλος υποστήριξε (πειστικά κατά τη γνώμη μου) ότι οι αλλαγές οφείλονται στον επιμελητή του Μπουκέτου. Ή έτσι ή αλλιώς πάντως, τα έντυπα του Θεοδωρόπουλου ενδιαφέρονταν για το έργο του Παπαδιαμάντη.
Σε προηγούμενο τεύχος της Οικογένειας είχε δημοσιευτεί το (γνωστό) διήγημα του Παπαδιαμάντη «Οι δυο δράκοι», που τότε ήταν ανέκδοτο. Από την αντιπαραβολή με την πρώτη δημοσίευσή του βλέπουμε ότι η μεταφορά είναι πιστή έξω από ένα-δυο λαθάκια. Επίσης, η Οικογένεια την ίδια εποχή δημοσίευε, σε πολλές συνέχειες, το μυθιστόρημα «Ο Μαξιώτης» του Χολ Κέιν σε παπαδιαμαντική μετάφραση, αν και αγρίως διασκευασμένη. Όλα αυτά τα λέω για να τεκμηριώσω την υπόθεση ότι οι εκδότες του περιοδικού είχαν πρόσβαση σε πρωτογενείς πηγές του παπαδιαμαντικού έργου· άλλωστε, αγόραζαν «παλιά χαρτιά» και το διαφήμιζαν στα περιοδικά τους.
Κατά τη γνώμη μου, δεν χωράει αμφιβολία πως το διήγημα που θα διαβάσετε είναι του Παπαδιαμάντη, αν και δεν αποκλείω να έχει γίνει επέμβαση σε μερικά σημεία από τον επιμελητή του περιοδικού (να είναι ο Κοτζιούλας;) Για παράδειγμα, ο Παπαδιαμάντης στα άλλα του διηγήματα δεν γράφει «του μαγαζιού», όπως εδώ, αλλά «του μαγαζείου». Τέλος πάντων, στο τέλος παραθέτω πολλές ενδείξεις υπέρ και κατά της αυθεντικότητας του κειμένου, δείτε τις αν έχετε αντοχή. Επαναλαμβάνω πάντως ότι κατά τη δική μου εκτίμηση το διήγημα είναι αυθεντικό του Παπαδιαμάντη, με εξαίρεση λίγα σημεία όπου ίσως έχει επέμβει μεταγενέστερο χέρι. Αλλά δεν είμαι εγώ ο αρμόδιος για τέτοιες εκτιμήσεις.
Το κείμενο το μεταγράφω σε μονοτονικό: και για πρακτικούς λόγους και επειδή πιστεύω ότι έτσι πρέπει να μεταγράφεται ο Παπαδιαμάντης (αν θέλετε το συζητάμε). Διατηρώ όμως κατ’ εξαίρεση την ορθογραφία του πρωτοτύπου. Βέβαια, στην έκδοσή του ο Τριανταφυλλόπουλος έχει (και σωστά) εκσυγχρονίσει ενμέρει την παπαδιαμαντική ορθογραφία, οπότε π.χ. γράφει «ρέμα», ενώ ο Παπαδιαμάντης είχε θαρρώ στις πρώτες δημοσιεύσεις «ρέμμα», όπως και στο παρόν διήγημα. Θέλω να πω, ας μη δίνουμε μεγάλο βάρος στην ορθογραφία, δεν δείχνει κάτι για την αυθεντικότητα του κειμένου. Την πληκτρολόγηση την έκανε η Κατερίνα Περρωτή που την ευχαριστώ θερμά. Δεν κάνω καμιά διόρθωση στο κείμενο, π.χ. στη στίξη, επίσης κατ’ εξαίρεση.
Θα μπορούσα να δημοσιεύσω το διήγημα σε κάποιο από τα έντυπα με τα οποία συνεργάζομαι, αλλά προτίμησα το ιστολόγιο για δύο λόγους. Αφενός διότι εγώ δεν θεωρώ τη δημοσίευση στον Ιστό κατ’ ανάγκη υποδεέστερη της έντυπης δημοσίευσης· και αφετέρου διότι έκρινα ότι την έντυπη ανακοίνωση του διηγήματος, εφόσον βέβαια εκτιμήσει ότι όντως είναι παπαδιαμαντικό, έπρεπε να την κάνει ο άνθρωπος που τόσο μόχθησε επί δεκαετίες για να αναδείξει το έργο του Παπαδιαμάντη, ο Νίκος Δ. Τριανταφυλλόπουλος, που άλλωστε έχει το δικό του οξύτατο αισθητήριο και τα δικά του εργαλεία για να κρίνει αν ένα κείμενο είναι του Παπαδιαμάντη ή όχι. Λοιπόν, έστειλα το σκαναρισμένο κείμενο σε ηλεμήνυμα στη Λαμπρινή Τριανταφυλλοπούλου, που θα το μελετήσει μαζί με τον πατέρα της και θα το δημοσιεύσουν σε κάποιο έντυπο, που ακόμα δεν ξέρω ποιο θα είναι.
Είπα πιο πάνω, κάπως αφυψηλού, ότι το διήγημα δεν είναι από τα καλύτερα του Παπαδιαμάντη, είναι όμως αρκετά ενδιαφέρον. Αν είχα μια βδομάδα καιρό να το μελετήσω θα μπορούσα να γράψω πολλά, αλλά επειδή πνίγομαι με άλλα και επειδή την ανάλυση θα την κάνουν άλλοι αρμοδιότεροι, θα είμαι σχετικά σύντομος. Πάντως, η περιγραφή του οργανοπαίχτη και του πανηγυριού παραπέμπει στην ευδιάκριτη ομάδα των «γλεντζέδικων» διηγημάτων του Παπαδιαμάντη (σαν την Τρελή βραδιά, αλλά και πολλά άλλα), ενώ ο καημός των ζώων που έχασαν τον αφέντη τους θυμίζει το διήγημα «Ο Γαγάτος και τ’ άλογο», όπου και πάλι υπάρχει ένα άλογο που δουλεύει σε αλογόμυλο, όπως εδώ.
Η μορφή του Γιάννη του Λιοσαίου, του γέρου με τα παιδιάστικα φερσίματα, που πιότερο νοιάζεται για τα μουλάρια του παρά για τους ανθρώπους, είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Κι αλλού στον Παπαδιαμάντη βρίσκουμε μορφές ανθρώπων που δεν έχουν συγγενείς, ούτε πολλές παρτίδες με τους άλλους ανθρώπους, αλλά αγαπούν πολύ τα ζώα τους (πρόχειρα σκέφτομαι τον Στάθη Μπόζα της Γλυκοφιλούσας ή τον πάτερ Νικόδημο του Βαρδιάνου), αλλά νομίζω ότι εδώ αυτό το χαρακτηριστικό διαγράφεται πολύ πιο καθαρά. Από τα πρόσωπα που κατονομάζονται, υπάρχει ένα, ο Σαραφιανός, που μνημονεύεται και σε άλλα έργα του Παπαδιαμάντη. Το διήγημα δεν είναι μεγάλο (περί τις 1280 λέξεις), όμως δεν είναι και από τα μικρότερα του Παπαδιαμάντη (Η Νώενα έχει κάτω από 500 λέξεις, το Νάμι περί τις 750). Το τραγούδι που παραθέτει ο Παπαδιαμάντης δεν το έχω ξανακούσει και δεν ξέρω αν είναι αυθεντικό, όποιος ξέρει κάτι περισσότερο ας πει.
Είπα ήδη πολλά, οπότε σταματάω και παραθέτω το διήγημα. Στο τέλος έχω μερικά σχόλια γλωσσικά ή μάλλον σημειώσεις συσχέτισης λέξεων και φράσεων του κειμένου με άλλα έργα του Παπαδιαμάντη. Μπορεί να μη συμμεριστείτε τη συγκίνησή μου, πάντα αυτός που βρίσκει κάτι το θεωρεί πολύ σημαντικό, αλλά πάντως διαβάζετε κάτι που ελάχιστοι (εν ζωή) έχουν διαβάσει.

Παπαδιαμάντης και για το 2012


Παραστάσεις που βασίζονται σε κείμενά του συνεχίζονται σε θεατρικές σκηνές εντός και εκτός Αθηνών
Παπαδιαμάντης και για το 2012
Από την παράσταση «Ονειρο στο κύμα» στο θέατρο Ακροπόλ με τον Θανάση Σαράντο


Αν το 2011 ήταν αφιερωμένο στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, λόγω της συμπλήρωσης εκατό χρόνων από τον θάνατό του (3/1/1911), το 2012 μοιάζει να αποτελεί τη συνέχεια της επετείου. Αυτό τουλάχιστον αποδεικνύεται μέσα από τις διαρκώς αυξανόμενες παραστάσεις που ανεβαίνουν στις αθηναϊκές σκηνές ή που επαναλαμβάνονται εντός και εκτός πρωτεύουσας, όπως είναι το φεστιβαλικό «Ονειρο στο κύμα» που θα (ξανα)κάνει πρεμιέρα, αυτή τη φορά στο θέατρο Ακροπόλ, στις 13 Μαρτίου, με τον Θανάση Σαράντο. Λίγο νωρίτερα, στις 3 Μαρτίου ξεκινούν τα «Σκοτεινά Παραμύθια», μια παράσταση που βασίζεται σε τρία δραματοποιημένα διηγήματά του σε επεξεργασία και σκηνοθεσία του Σταμάτη Μπαντούνα.
«Νομίζω ότι ειδικά στην εποχή μας, με την οικονομική αλλά κυρίως την ηθική κρίση, η αναζήτηση της χαμένης ελληνικής ταυτότητας είναι αυτό που κεντρίζει πάνω από όλα τον θεατή. Θέλει να δει και να ακούσει τον ελληνικό λόγο. Θέλει να θυμηθεί ότι εκτός από χρέη η Ελλάδα έχει βγάλει και ανθρώπους που ακούμπησαν πολύ βαθιά στην ψυχή μας», λέει ο Θανάσης Σαράντος που σκηνοθετεί το «Ονειρο στο κύμα» και ερμηνεύει τον μονόλογο. «Ο κόσμος αναζητά την αγνότητα και η αλήθεια του Παπαδιαμάντη», προσθέτει καθώς η εμπειρία του από τον σκιαθίτη ποιητή ξεκινά από την ενασχόλησή του με τον «Αμερικάνο, που ανέβασε προ τριετίας, μια παράσταση που πρόσφατα ολοκλήρωσε τον κύκλο της. «Παρατήρησα ότι αν στην αρχή το κοινό ήταν μεγαλύτερης ηλικίας, σιγά-σιγά άρχισαν να έρχονται όλο και πιο νέοι».
Σε θεατές κάθε ηλικίας αλλά και σε μαθητές λυκείου απευθύνεται ο Τάκης Χρυσικάκος, μέσα από «Το άνθος του Γιαλού», ένα από τα κορυφαία διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη που μετατράπηκε σε θεατρικό μονόλογο από τον Ερρίκο Μπελιέ. Η παράσταση που σκηνοθετεί η Μάνια Παπαδημητρίου, έχει ανέβει στη σκηνή του θεάτρου Ανεσις, και θα παίζεται για δύο ακόμα σαββατοκύριακα (25-26/2 και 3-4/3, στις 18.00). «Δίνουμε και ορισμένες παραστάσεις για μαθητές λυκείου, οι οποίοι και τον διδάχθηκαν. Ομολογώ ότι σε ένα τόσο δύσκολο κοινό όσο οι έφηβοι, δεν ακούγεται ούτε ψίθυρος. Ακόμα και οι καθηγητές τους απορούν για τη συμπεριφορά των μαθητών», λέει ο ηθοποιός που υποκλίνεται στον γλωσσικό πλούτο του Παπαδιαμάντη «με τις 13.500 λέξεις, σε μια εποχή που οι νέοι μιλάνε με ελάχιστες». Και σε εποχές τόσο δύσκολες όσο οι τωρινές μας, νιώθω ότι κάνω αντίσταση αφήνοντας τον πλούτο του Παπαδιαμάντη να ακουστεί».
Από την έναρξή της, η θεατρική σεζόν 2011-2012 καθορίστηκε από μια σειρά έργων του Παπαδιαμάντη: Αρχής γενομένης από τη «Φόνισσα» που επέλεξε για να σκηνοθετήσει ο Στάθης Λιβαθινός στο θέατρο της οδού Κεφαλληνίας, με την Μπέττυ Αρβανίτη. Τη «Νοσταλγό» προτείνει η σκηνή της Eλεύθερης Εκφρασης, στη σκηνοθεσία του Δήμου Αβδελιώδη με τη Μαίρη Ιγγλέση, ενώ ο Αντώνης και ο Κωνσταντίνος Κούφαλης συνεχίζουν, ως τις 28 Φεβρουαρίου, με τους «Φτωχούς και Αγιους», μια σύνθεση από διηγήματά του που διασκεύασαν (στο θέατρο Βασιλάκου).
Τέλος, «Οι έµποροι των εθνών» που ανέβηκαν στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, μετακόμισαν στη Θεσσαλονίκη και τώρα παίζονται στο θέατρο Αυλαία. Την παράσταση της ομάδας OΠΕRA σκηνοθετεί ο Θοδωρής Αµπαζής «Αληθινός, είχε απαξιώσει το χρήμα και τις υλικές αξίας. Μαχητής για τα ελληνικά ήθη και την ελληνική ταυτότητα, με λόγο πολιτικό, εκφράζει και σήμερα την εποχή μας. Αλλωστε», θυμίζει ο Θανάσης Σαράντος, «είχε ζήσει τη χρεοκοπία επί Τρικούπη και τη σπατάλη στην προετοιμασία της Ολυμπιάδας». Ο tempora o mores.....

Ο λαϊκός ήρωας Παπαδιαμάντης

Ο σκιαθίτης λογοτέχνης, η ζωή και οι σκέψεις του, σε έναν αφηγηματικό μονόλογο του Θωμά Κοροβίνη
Ο λαϊκός ήρωας Παπαδιαμάντης
Μεταμορφωμένος σε λογοτεχνικό ήρωα ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης διατηρεί στο «Αγγελόκρουσμα» ολοζώντανη την ποιητική του αύρα



Ο Παπαδιαμάντης μαζί με τον γλωσσικό, τον κοινωνικό και τον φυσικό του κόσμο δεν έχει πάψει εδώ και πολλά χρόνια να συνεπαίρνει τους σύγχρονους συγγραφείς, που υφαίνουν ξανά και ξανά μια μυθολογία η οποία έχει μετατραπεί σε κοινό τόπο της λογοτεχνικής συντεχνίας, τροφοδοτώντας αναλόγως και τη συντήρηση της δημόσιας εικόνας του: ο Παπαδιαμάντης ως ένθερμος διασώστης και φύλακας της παράδοσης, ως εν εκστάσει πιστός της ορθοδοξίας, ως υπερασπιστής μιας υψηλής καλλιτεχνικής ενδοστρέφειας, που αποκαλύπτει το αδιανόητο μέγεθος διάβρωσης του περίγυρού του από τη χρησιμοθηρία και τον πολιτικαντισμό.
Το καινούργιο πεζογράφημα του Θωμά Κοροβίνη, Το αγγελόκρουσμα, δεν ξεφεύγει από αυτή τη μυθολογία. Ο Παπαδιαμάντης αποτελεί και για αυτόν ένα πρόσωπο βυθισμένο στον λογοτεχνικό του θρύλο. Με τη διαφορά ότι εκείνο που τονίζεται τώρα είναι το λαϊκό του στοιχείο, συνδυασμένο με την τέχνη μιας παραβατικής αγιοσύνης: τον ασκητικό διονυσιασμό ενός κοσμικού αποσυνάγωγου ικανού να ζει στο πλάι των αδυνάμων, των φτωχών και των παραμερισμένων. Τίποτε το περίεργο. Η προβολή του λαϊκού λόγου και η αποθέωση της λαϊκής ψυχής διαπερνούν απ' άκρου εις άκρον το έργο του Κοροβίνη και είναι ευνόητο όταν καταπιάνεται με τον βίο και την προσωπικότητα του Παπαδιαμάντη να επεξεργάζεται και να εξυψώνει μια παράμετρο που ταιριάζει με τη δική του ποιητική.
Το ζήτημα με το Αγγελόκρουσμα είναι ότι η ποιητική του Κοροβίνη δεν υπερβαίνει τον Παπαδιαμάντη και δεν πνίγει τη ζωή και τη λογοτεχνία του. Προσδίδοντας ευθύς εξαρχής μια υπαρξιακή διάσταση στην αφήγησή του, με έναν μονόλογο που φιλοδοξεί να είναι κάτι σαν επιθανάτιος ρόγχος του Σκιαθίτη, ο Κοροβίνης επιχειρεί μια διπλή αναδρομή: από τη μια αναπαράγει αποσπασματικά διάφορα χωρία του Παπαδιαμάντη, τα οποία παρεισδύουν με παιγνιώδη τρόπο στη ροή του λόγου του, ενώ από την άλλη αναπλάθει, επίσης σε έκκεντρη τροχιά, ορισμένα εμβληματικά επεισόδια από την παπαδιαμαντική βιογραφία (η επαφή με τον Αλέξανδρο Μωραϊτίδη, το περιβάλλον της Αθήνας και οι αγαπητικές σχέσεις με φίλους και συμπότες, η βαριά μεταφραστική δουλειά στις εφημερίδες).
Η εξαιρετικά πυκνή αυτή φόρμα, που λειτουργεί συχνά με πολλαπλές γλωσσικές εκρήξεις εστιάζοντας την προσοχή του αναγνώστη στις χαρές και στην απόλαυση του λογοτεχνικού κειμένου, βοηθάει τον Κοροβίνη να απομακρύνει τους κινδύνους της ιδεολογικοποίησης από τον μονόλογό του χωρίς να χάσει τη δυνατότητά του να μυθολογεί.
Μεταμορφωμένος σε λογοτεχνικό ήρωα ο Παπαδιαμάντης διατηρεί στο Αγγελόκρουσμα ολοζώντανη την ποιητική του αύρα δίχως να αποκτήσει ούτε μια στιγμή τα διδακτικά και ηθικοπλαστικά χαρακτηριστικά με τα οποία τον έχουν επιβαρύνει κατ' επανάληψη οι διάφοροι υμνογράφοι του. Συμβάλλουν σε αυτό και οι φιγούρες των παπαδιαμαντικών διηγημάτων, που ξεπηδούν σε ποικίλες φάσεις της αφήγησης, για να ηλεκτρίσουν υποβλητικά την ατμόσφαιρα.

Παπαδιαμάντης: Ολοι το ίδιο είναι

Η νουβέλα «Χαλασοχώρηδες» του σκιαθίτη συγγραφέα σε επανέκδοση
Παπαδιαμάντης: Ολοι το ίδιο είναι
Ως «βόες της Εθνικής Τραπέζης» παρουσιάζονται οι ξένοι τραπεζίτες της «Χάμπρο» και των «Σκριπ» στη γελοιογραφία που δημοσιεύθηκε στον «Νέο Αριστοφάνη» το 1893 (από το βιβλίο του Δημήτρη Σαπρανίδη «Ιστορία της ελληνικής γελοιογραφίας», εκδόσεις Ποταμός).


Τι ήταν εκείνο που οδήγησε τον Κωνσταντή τον Καλόβολο και τον Γιάννη της Χρυσαφούς εις το μικρόν καπηλείον του Δημήτρη του Τσιτσάνη; Στο ερώτημα αυτό απαντάει ο Παπαδιαμάντης με τη νουβέλα Οι Χαλασοχώρηδες. Και στο σημείο αυτό προβάλλει η ιδιαιτερότητα και η χάρη του μεγάλου μας πεζογράφου: μια καθημερινή και κοινότοπη συμπεριφορά γίνεται αφορμή με τη χαρακτηριστική διεισδυτικότητά του να ξεδιπλώσει ανθρώπινους χαρακτήρες και να προβάλει κοινωνικά προβλήματα κατά τρόπο ώστε ο αναγνώστης του να συνειδητοποιήσει όχι μόνο τον κόσμο μέσα στον οποίο κινείται αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό.
Πίσω από το προσωπείο και τα ονόματα των ηρώων - παρανόμια κατά βάθος που δεν μας επιτρέπουν να ξεφύγουμε από την καταγραφή της σκιαθίτικης κοινωνίας -, ο Παπαδιαμάντης καλύπτει τυπικούς χαρακτήρες και συμπεριφορές πολιτών: τον τοπικό κομματάρχη και τον τρόπο προσέγγισης των υποψήφιων ψηφοφόρων, των παράσιτων των κομμάτων, των εύπιστων οπαδών... Αυτή είναι η πρώτη ανάγνωση, το χρονογραφικό στοιχείο της νουβέλας που δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στα καθημερινά φύλλα της 12ης ως 22ας Αυγούστου του 1892 της εφημερίδας «Ακρόπολις» του Γαβριηλίδη.
Είχαν περάσει τρεις μήνες από τις εκλογές του Μαΐου του 1892, όταν οι Χαλασοχώρηδες συνάντησαν το αναγνωστικό τους κοινό, εκλογές που ανέδειξαν για μία ακόμη φορά τον Τρικούπη νικητή έναντι του μόνιμου αντιπάλου του Δηλιγιάννη με στόχο ομολογημένο να βγάλει το ελληνικό κρατίδιο από το οικονομικό αδιέξοδο. (Διαγράφουμε τα ονόματα και ασυναίσθητα έχουμε ήδη εισβάλει σε χώρο ιδιαίτερα οικείο.)
Η οικονομική δυσπραγία όμως που ομολογήθηκε πριν από τις εκλογές συνεχίζεται. O πρωθυπουργός που ανέδειξαν οι τελευταίες εκλογές επιχείρησε να αντιμετωπίσει τα προβλήματα συνάπτοντας νέα δάνεια για να εξυπηρετηθούν τα παλαιά, με υπερβολικά υψηλούς τόκους. Ακολουθούν νέα μέτρα λιτότητας, επιβάλλονται νέοι έμμεσοι φόροι, η ήδη επιβαρυμένη κατάσταση των καταναλωτών γίνεται ακόμη πιο δύσκολη. Η οικονομία της Ελλάδας είναι απόλυτα εξαρτημένη από τα δάνεια του εξωτερικού. O δημόσιος προϋπολογισμός προσβλέπει στη σύναψη νέου δανείου.
Οι ξένοι κεφαλαιούχοι μεταξύ άλλων απαιτούν η συμφωνία να μην έρχεται στην ελληνική Βουλή προς κύρωση, αλλά η ισχύς της θα καθοριζόταν με απλό βασιλικό διάταγμα. Η αντιπολίτευση υποστήριζε ότι οι όροι του δανείου ήσαν «ατιμωτικοί για την εθνική κυριαρχία και ανεξαρτησία της χώρας». Ο πρωθυπουργός επέμενε ότι θα έσωζε τη χώρα χωρίς να την οδηγήσει σε πτώχευση και η οικονομία πήγαινε από το κακό στο χειρότερο. Μετά την παραίτηση του πρωθυπουργού, λίγους μήνες αργότερα, η νέα κυβέρνηση επιχείρησε να δώσει λύση με δάνειο κεφαλαιοποίησης, λύση που λίγα χρόνια πριν είχε δοκιμαστεί στην Αργεντινή. Η διάδοχη κυβέρνηση απέτυχε και ο πρώην πρωθυπουργός επανέρχεται στην εξουσία για να δηλώσει λίγους μήνες μετά τη φράση που σημάδεψε το νεοϊδρυθέν κράτος «δυστυχώς, επτωχεύσαμε».
Αποσιωπώντας ονόματα και χρόνους στην παραπάνω αφήγηση, βασισμένη στην Ιστορία του Ελληνικού Εθνους και σε άρθρο του Κυριάκου Φίνα («Ροδιακή», 29 Μαρτίου 2011), ο αναγνώστης, αν δεν προσέξει τον όρο «βασιλικό διάταγμα», θα παρασυρθεί και θα πιστέψει ότι διαβάζει συνοπτική αναφορά σχετικά με την οικονομική και πολιτική κατάσταση της Ελλάδας του 21ου αιώνα και με τα όσα βιώνουμε και πρόκειται να βιώσουμε στο άμεσο μέλλον. Και καθώς οι συμπεριφορές καθορίζονται από τα αίτια, από τις συνθήκες που αντιμετωπίζει το άτομο, δεν θα μπορούσε παρά οι πολίτες αυτού του τόπου, είτε σήμερα είτε το 1892, να αντιδρούν με παρόμοιους τρόπους, εκδηλώνοντας παρόμοιες συμπεριφορές και έχοντας παρόμοιες προσδοκίες.
Το δοκίμιο Οι Χαλασοχώρηδες - μελέτη το χαρακτηρίζει ο δημιουργός του - καυτηριάζει την πολιτική συμπεριφορά που εκδηλώνει η εκτελεστική εξουσία, η εκλεγμένη ηγεσία, παρουσιάζοντάς την ως τη δύναμη από την οποία ο πολίτης ως ιδιότυπος επαίτης επιδιώκει να κερδίσει, είτε ζητιανεύοντας ένα μικρό αντάλλαγμα για την παραχώρηση της ψήφου είτε ζητιανεύοντας την ψήφο δίνοντας ένα μικρό αντάλλαγμα. Οι ψηφοφόροι περιμένουν• περιμένουν το δικό τους μικρό μερίδιο που θα τους κάνει να νιώσουν καλύτερα εκείνη τη στιγμή. Οι υποψήφιοι περιμένουν• περιμένουν με κάθε τρόπο να κερδίσουν την έδρα τους για τα προσωπικά τους μικροσυμφέροντα. Επαίτες και οι δύο, χωρίς έμπνευση, χωρίς ιδανικά.
Με τη διακριτική σάτιρά του ο Παπαδιαμάντης καταγράφει και κωδικοποιεί με χαρακτηριστική σχολαστικότητα τις συμπεριφορές των συντοπιτών του και τα κίνητρα που οδηγούν στις συμπεριφορές αυτές: ο ένας, ο «παμπόνηρος», επολιτεύετο χάριν των δημοσίων έργων, ο άλλος εξελέγετο βουλευτής διά το καλόν της πατρίδος και ο τρίτος, ο «αγαθός», για δόξα. Τα κίνητρα των πολιτευτών καθορίζουν και τη συμπεριφορά του ψηφοφόρου, που εκδηλώνεται ανάλογα στον ψηφοθηρικό αγώνα των επίδοξων βουλευτών. Και τότε είναι που ο ψηφοφόρος - επαίτης πριν από λίγο, για κάποιο ρουσφέτι - νιώθει ότι έχει τη δύναμη στα χέρια του και προσπαθεί να ανταποδώσει όσα καλά εισέπραξε - ή, καλύτερα, δεν εισέπραξε - κατά την περασμένη θητεία από τον υποψήφιο βουλευτή, εξουσία πριν λίγο και επαίτης μιας ψήφου τώρα.
Η σχέση αυτή αναδεικνύεται κυρίαρχη στην εξέλιξη της ιστορίας μας και ο Παπαδιαμάντης προχωράει ένα βήμα πέρα από την απλή ψυχογράφηση, στην αξιοποίηση των δυνατοτήτων που προσφέρονται σε κάθε ένα από τα πρόσωπά του: οι προσωπικές στρατηγικές και η μεταβολή θέσεων ανάλογα με τον συνομιλητή ανάγονται σε ύψιστη αξία στον αγώνα αυτόν της διεκδίκησης, αποδομώντας τη δημοκρατία με τους όρους που λειτουργούσε τον προπερασμένο αιώνα και - αλίμονο - με τους όρους που λειτουργεί ακόμη και σήμερα.
Η απαξία για την πολιτική είναι διάχυτη, καθώς οι ήρωες, όσο απλοϊκά κι αν σκέφτονται, συνειδητοποιούν το ψεύδος και διά στόματος μπαρμπα-Διοματάρη ανακράζουν: - Ολοι το ίδιο είναι!
Η αφήγηση ανάμεσα στους διαλόγους με τους οποίους ψυχογραφούνται τα πρόσωπα δεν χάνει τον γνώριμο παπαδιαμάντειο βηματισμό της, φωτογραφίζοντας το νησί και τους ανθρώπους του, τα ήθη και τους χαρακτήρες του. Και καθώς προχωρεί η αφήγηση, το προσωπικό και απλοϊκό συνδέεται διαλεκτικά με το σημαντικό και πολιτικό: «Κατά την πρώτην βουλευτείαν του ολόκληρον δάσος το είχε κάμει ιδικόν του, δικαιώματι κατακτήσεως. Με τον έφορον, τον οποίον είχε φέρει εις την επαρχίαν του, είχε προεξηγηθεί σαφέστατα: "Θα σε διορίσω, αλλά φόρον δεν θα βεβαιώσης από την ξύλευσιν του δάσους"».
Μέσα από τις γραμμές των «Χαλασοχώρηδων» η υφαρπαγή των ψήφων, τα ρουσφέτια, η διαφθορά προβάλλουν σαν τα χαρακτηριστικά των πολιτευτών που υποχρεώνουν τον απλό κόσμο, τον ψηφοφόρο, σε ανάλογες συμπεριφορές. Ο «πολιτικός» Παπαδιαμάντης δεν δικαιώνει κανέναν: η λεπτή σάτιρα απογυμνώνει τον πομπώδη πολιτευτή, ενώ από την άλλη αφήνει τους αγαπημένους του ταπεινούς ήρωες στην απομόνωση που ταιριάζει σε όσους επιδιώκουν να εκμεταλλευτούν τα αδύνατα σημεία του συστήματος ξεγελώντας μηχανισμούς και πρόσωπα.

ΥΓ.: Η «μικρά μελέτη» του Παπαδιαμάντη βρίσκει τη συνέχειά της στην κλασική κωμωδία του ελληνικού κινηματογράφου «Υπάρχει και φιλότιμο» (Αλέκος Σακελλάριος - Φίνος Φίλμς, 1965), με τον θρυλικό Μαυρογιαλούρο και τις ρεμούλες του γραμματέα του και του κομματάρχη Γκρούεζα. Στις ημέρες μας τη σκυτάλη της πολιτικής σάτιρας φοβάμαι ότι την πήραν τα ίδια τα πολιτικά πρόσωπα που παρελαύνουν στα δελτία ειδήσεων της τηλεόρασης αφοπλίζοντας την πένα του χρονογράφου με τον λόγο τους και τη συμπεριφορά τους.

Το παραπάνω κείμενο είναι η εισαγωγή στην έκδοση της νουβέλας «Χαλασοχώρηδες» από τις εκδόσεις Ποταμός.

Ο κ. Σωκράτης Κουγέας είναι φιλόλογος και συγγραφέας.

100+1 χρόνια Αλέξανδρος Παπαδιαμάντη

Μέσα από το συνέδριο  που διοργανώνεται από το  το Ζωγράφειο Λύκειο και τα Εκπαιδευτήρια Μαντουλίδη, στο Ζωγράφειο Λύκειο, από τις 15 έως τις 18 Μαρτίου 2012 και το οποίο τελεί υπό την αιγίδα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, «100+1 χρόνια Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης», μαθητές, πανεπιστημιακοί, λογοτέχνες, ηθοποιοί, κληρικοί και δημοσιογράφοι μελετούν και προσεγγίζουν τη ζωή και το έργο του μεγάλου Σκιαθίτη διηγηματογράφου Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.Η έναρξη του Συνεδρίου πραγματοποιήθηκε χθές το πρωί με ομιλίες του Λυκειάρχη του Ζωγραφείου κ.Δεμιστζόγλου, της   κ. Άσπα Χασιώτη, μέλος της επιστημονικής ομάδας του συνεδρίου και Γεν. Δ/ντρια των Εκπαιδευτηρίων Μαντουλίδη, του Οικουμενικού Πατριάρχη και χιρετισμούς του Γενικού Προξένου της Ελλάδας στην Πόλη μας κ. Μτθιουδάκη και του Προέδρου του ΣΥΡΚΙ κ. Λάκη Βίγκα.
Όπως μας είπε ο κ. Γιάννης Δερμιτζόγλου, Δ/ντης του Ζωγραφείου Λυκείου και μέλος της οργανωτικής επιτροπής του συνεδρίου «πρόκειται για το μεγαλύτερο συνέδριο ομογενειακής παιδείας στην Πόλη και χαιρόμαστε ιδιαίτερα που θα φιλοξενήσουμε τόσο εκλεκτούς επιστήμονες και εκπροσώπους των γραμμάτων και των τεχνών. Τους ευχαριστούμε θερμά για την αυθόρμητη συμμετοχή τους καθώς και όλους εκείνους που βοήθησαν στη διοργάνωση του μαθητικού συνεδρίου».
Η κ. Άσπα Χασιώτη, μέλος της επιστημονικής ομάδας του συνεδρίου κι Γεν. Δ/ντρια των Εκπαιδευτηρίων Μαντουλίδη, συνέχισε λέγοντας πως «είναι αξιοσημείωτο ότι κανένας από εκείνους που κλήθηκαν να συμμετάσχουν στο συνέδριο δεν αρνήθηκε» και τόνισε ότι «είναι ιδιαίτερη χαρά που συμμετέχει στο συνέδριο και ένα σχολείο από τη Σκιάθο, την ιδιαίτερη πατρίδα του Παπαδιαμάντη».
Στο μαθητικό συνέδριο θα πραγματοποιηθούν εισηγήσεις, συζητήσεις αλλά και θεατρικά δρώμενα, εικαστικές και μουσικές συνθέσεις, video και εγκαταστάσεις  για τις θεματικές ενότητες: Παπαδιαμάντης και θεολογία, ο Παπαδιαμάντης και η ελληνική πολιτισμική παράδοση, Παπαδιαμάντης και γλώσσα, Παπαδιαμάντης και Ανατολή, ο Παπαδιαμάντης στο σχολείο, Παπαδιαμάντης και παιδιά, ο Παπαδιαμάντης από την ιστορία στη λογοτεχνία, Παπαδιαμάντης και εθνική ταυτότητα, Παπαδιαμάντης και Έλληνες δημιουργοί. Η κ. Χασιώτη τόνισε ότι «αν και ο Παπαδιαμάντης δεν έχει ως επίκεντρο την Πόλη παρόλα αυτά το στοιχείο της ανατολής είναι διάχυτο στο έργο του μέσα από έμμεσες αναφορές και υπαινιγμούς γεγονός που μας ώθησε να οργανώσουμε και το συνέδριο με αφορμή τη συμπλήρωση των 100 ετών από το θάνατό του. Αυτές οι πτυχές του έργου του, μεταξύ άλλων, θα επιχειρηθούν να αναδειχθούν κατά τις εργασίες του συνεδρίου».
Το μαθητικό συνέδριο περιλαμβάνει και μερικές καινοτόμες εκδηλώσεις όπως αναγνώσεις διηγημάτων του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη σε εκκλησίες της Πόλης (Αγία Τριάδα Ταξίμ-Πέρα, Παναγία Εισοδίων του Πέρα, Παναγία της Μουχλιώτισσας, Παναγία των Βλαχερνών). Αποσπάσματα  από το έργο του Παπαδιαμάντη  θα διαβάσουν η ΑΘΠ ο Οικουμενικός Πατριάρχης  κ.κ. Βαρθολομαίος,  οι ηθοποιοί Άγγελος Αντωνόπουλος και Νένα  Μεντή, οι συγγραφείς Ζυράννα Ζατέλη, Θωμάς Κοροβίνης, Κώστας Ακρίβος και μαθητές. Επίσης, το συνέδριο μεταδίδεται ζωντανά, διαδικτυακά μέσω της ιστοσελίδας: www.livemedia.gr.
Στο συνέδριο συμμετέχουν τα τρία ομογενειακά σχολεία της Πόλης καθώς και 12 σχολεία (δημόσια και ιδιωτικά) από την Ελλάδα και περισσότεροι από 150 μαθητές. Στις αίθουσες του Ζωγραφείου λειτουργεί  έκθεση ζωγραφικής μαθητών με θέμα  «100+1 χρόνια Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης».

Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2012

ΣΠΥΡΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ: Διαβάζοντας Παπαδιαμάντη εκατό χρόνια μετά τον θάνατό του


Η λογοτεχνία του ως αποκούμπι σε καιρούς κρίσης
Μικρό σχόλιο στον Παπαδιαμάντη με οδηγό την προσωπική σχέση με τα παπαδιαμαντικά διηγήματα, και αρωγό τα κείμενα του Ελύτη, του Ζήσιμου Λορεντζάτου, του Χρήστου Βακαλόπουλου κ.α.
Ομιλία του Σπύρου Γιανναρά στο Αρσάκειο Πατρών (11.4.2011)

Είναι πάντα πολύ δύσκολο, αν όχι εκ προοιμίου ακατόρθωτο, να μιλήσει κανείς για μεγάλα αναστήματα του πνεύματος όπως στον τόπο μας ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, χωρίς να προδώσει σε έναν – ακόμα και ελάχιστο βαθμό – τον άνθρωπο ή το έργο. Το σύνηθες, δηλαδή το ανθρώπινο, είναι καθώς αδυνατούμε να τα φτάσουμε να φέρνουμε τα αναστήματα αυτά στα μέτρα μας. Που σημαίνει να αρκούμαστε στο μικρό ή μεγάλο κομμάτι τους το οποίο μπορούμε να συλλάβουμε. Μια πιθανή δηλαδή ανάγνωση της πολυπροβεβλημένης θέσης των θεωρητικών της λογοτεχνίας, τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1960 και δώθε περί των άπειρων ερμηνειών ενός λογοτεχνικού έργου τέχνης μπορεί να ακριβώς αυτός: Ότι ο εξαντλητικός προσδιορισμός του έργου είναι εκ των πραγμάτων αδύνατος. Ότι κάθε απόπειρα οριστικού ορισμού είναι ταυτόχρονα και ένας περιορισμός του έργου και του ανθρώπου.
Σε αυτά προσθέστε ότι τα μεγάλα έργα ονομάζονται κλασικά όχι γιατί τους αποδίδουμε ιστορική ή μουσειακή αξία, αλλά επειδή έχουν κάτι ιδιαίτερο και ξεχωριστό να πουν σε κάθε εποχή. Κάτι που σε προηγούμενες ιστορικές συνθήκες ή συγκυρίες είτε δεν το είχαμε ανακαλύψει, είτε το ακούγαμε αμυδρά, σαν ψίθυρο χωρίς να του δίνουμε την σημασία που του δίνουμε τώρα. Κάτι που δεν αντιλαμβανόμασταν διότι τότε δεν ανταποκρινόταν – γιατί δεν είχαν ακόμα προκύψει – στις τωρινές μας ανάγκες. Και λέγοντας ανάγκες δεν εννοούμε τα ιδιοτελή μας ατομικά συμφέροντα, αλλά κάτι που πηγάζει από μεγαλύτερο βάθος, χωρίς το οποίο δεν μπορούμε να ζήσουμε. Τα μεγάλα έργα λέγονται κλασικά επειδή μπορούν να φωτίσουν σήμερα τη δική σας καθημερινή πραγματικότητα με τρόπο διαφορετικό απ’ ότι το έκαναν για την προηγούμενη γενιά των πατεράδων ή των παππούδων σας.
Κάνοντας εδώ μια μικρή παρέκβαση θέλω να επισημάνω ότι αυτή τη διαδικασία περιγράφουμε με την χιλιοταλαιπωρημένη και συνήθως παρεξηγημένη λέξη παράδοση. Παράδοση δεν είναι να τρως ταραμοσαλάτα την Καθαρά Δευτέρα επειδή έτσι συνηθίζεται και την επομένη να επιστρέφεις στις μπριζόλες, ούτε – ακόμη χειρότερα – να ψηφίζεις το κόμμα που ψήφιζαν οι γονείς σου. Παράδοση είναι διαδικασία γονιμοποίησης του προσλαμβανομένου ήθους – δηλαδή ενός τρόπου ζωής – σύμφωνα με τις βαθύτερες ανθρώπινες ανάγκες εκείνου που προσλαμβάνει. Παράδοση σημαίνει παραλαμβάνω ένα δώρο, κάνω κάτι που με έμαθαν να κάνω οι προηγούμενοι το οποίο με βοηθάει να ζήσω σήμερα τη ζωή μου μαζί με τους συγχρόνους μου. Αν αυτή η διαδικασία είναι απλώς μια σύμβαση ή σεβασμός μιας παραδεδεγμένης μορφής, με τα χρόνια καταντάει ακατανόητη, «νεκρό γράμμα», δηλαδή βαρίδι που αντί να μας βοηθάει να συμβιώσουμε, λειτουργεί ως αναχρονιστικό εμπόδιο στην επαφή μας με τον σύγχρονο κόσμο. Με άλλα λόγια μπορεί το ίδιο πράγμα π.χ. η νηστεία της Σαρακοστής να προσφέρει νόημα στη ζωή κάποιου βοηθώντας τον να εξελιχθεί ως άνθρωπος και σε κάποιον άλλο να τον καταδικάζει σε παρατεινόμενη άγνοια του εαυτού του.
Κλείνοντας την παρένθεση επιστρέφω στα προηγούμενα για να τονίσω ότι σας μιλώ με δεδομένη την αποτυχία μου καθώς ως μειράκιο, δηλαδή παιδαρέλι στα γράμματα αδυνατώ να μιλήσω με τρόπο οριστικό ή τελεσίδικο για τον Παπαδιαμάντη, το έργο ή και μέρους αυτού. Τολμώ δε να πω, ακριβώς επειδή έργα σαν του Σολωμού, του Παπαδιαμάντη, του Ντοστογιέφσκι, του Σαίξπηρ ή του Δάντη είναι ανεξάντλητα και ξαναγεννιούνται σε κάθε εποχή – κάθε που διαβάζονται από νέους αναγνώστες από την αρχή – ότι ακόμα και προσεγγίσεις όπως του Ζήσιμου Λορεντζάτου, του οποίου το κείμενο «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης» υπέδειξε πώς πρέπει να τον διαβάζουμε για να μην τον περιορίζουμε και τον αδικούμε ή του Ελύτη και αργότερα του Χρήστου Βακαλόπουλου που έριξαν φρέσκο ζωντανό φως στο έργο του, ακόμα δηλαδή και οι ευτυχέστερες προσεγγίσεις παραμένουν πάντα μερικές. Μ’ άλλα λόγια ανοιχτές και εν ζωή, αλλά ταυτόχρονα προσωπικές άρα σε ένα βαθμό υποκειμενικές, προσδιοριζόμενες από την εποχή τους. Προσεγγίσεις όμως που μας καλούν να σταθούμε κριτικά και επιλεκτικά απέναντί τους. Συνεπώς απόψε εγώ από την πλευρά μου δεν μπορώ παρά να αποτολμήσω μονάχα μια εντελώς προσωπική προσέγγιση στο έργο και στον άνθρωπο, απαντώντας στο εύλογο εκ πρώτης ερώτημα αν και γιατί τον διαβάζουμε σήμερα, εκατό χρόνια από τον θάνατό του.


Πριν προχωρήσω πρέπει επίσης να σας πω ότι δεν έχω ούτε διαβάσει ολόκληρο τον Παπαδιαμάντη απ’ άκρη σ’ άκρη, ούτε θυμάμαι τα διηγήματά του απέξω όπως οι ξεσκολισμένοι μελετητές του. Τον διαβάζω λίγο λίγο και ξανά και ξανά για να μην τελειώνει ποτέ. Αν έχω κάτι προσωπικό να σας πω για τον Παπαδιαμάντη – που μάλλον το είπα ήδη – είναι να προσπαθήσω να σας εξηγήσω ακριβώς γιατί μεγαλώνοντας νιώθω ολοένα και μεγαλύτερη ανάγκη, αλλά και άφατη απόλαυση να επιστρέφω κάθε τόσο σ’ αυτόν.
Ο πιο πρόσφορος για μένα τρόπος να ξεκινήσω είναι αναφερόμενος στα λόγια του πιο κοντινού μου χρονικά ανθρώπου ο οποίος πριν από είκοσι ακριβώς χρόνια, το 1991 απάντησε στο ίδιο ερώτημα, στον αείμνηστο συγγραφέα – το πιο προικισμένο της γενιά του – τον Χρήστο Βακαλόπουλο. Γιατί ένα άλλο μεγάλο εφόδιο που προσφέρει στους κατοπινούς η τακτική γόνιμη πρόσληψη της παράδοσης από ορισμένους ανθρώπους είναι ότι δημιουργεί ένα σκαλοπάτι που τους οδηγεί ευκολότερα στους παλαιότερους.
Χρειάζομαι δηλαδή τον Βακαλόπουλο για να πλησιάσω τον Λορεντζάτο, και χρειάζομαι τον Λορεντζάτο και τον συγκαιρινό του Οδυσσέα Ελύτη για να πλησιάσω τον Παπαδιαμάντη. Όσο εγγύτερα σε μένα βρίσκεται ο διαμεσολαβητής μου, τόσο μεγαλύτερες οι πιθανότητες να εκφράζει σε μεγαλύτερο βαθμό τις τωρινές μου ανησυχίες και απορίες. Σε αυτό βέβαια πρέπει κανείς να προσμετρήσει και την οξυδέρκεια και το βάθος της ανάλυσης του κάθε ανθρώπου. Δεν συνεπάγεται δηλαδή ότι ο νεότερος έχει πάντα να μας αποκαλύψει πιο ουσιαστικά για την εποχή μας πράγματα. Ο Ζήσιμος Λορεντζάτος λόγου χάρη έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου στηλιτεύοντας την κακή πρακτική του δανεισμού και προβλέποντας την σημερινή κρίση ήδη από το 1968.
Να λοιπόν τι μας λέει ο Βακαλόπουλος στα 1991 για τον Παπαδιαμάντη:
«Οι φυλακισμένοι και οι άρρωστοι καταφεύγουν συχνά στην Αγία Γραφή και μερικοί Ελληνες στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Καθώς ο ελληνικός κόσμος χαλαρώνει στην ασφυκτικά αναπαυτική αγκαλιά της φανταστικής ευρωπαϊκής κοινότητας, αυτού του πολυσυλλεκτικού κατασκευάσματος που στηρίζεται στην αναγκαιότητα της οικονομίας κι όχι σε εκείνη του αισθήματος, ο Παπαδιαμάντης θα έπρεπε ν’ απομακρύνεται και να χάνεται από τα μάτια μας, όπως τόσοι άλλοι πριν και μετά από αυτόν. Εμείς οι ίδιοι, σαρκικοί, υλόφρονες και νωθροί άνθρωποι, θα έπρεπε να τον είχαμε φυλακίσει μια για πάντα στα σχολικά αναγνωστικά ή σε κάποιο λογοτεχνικό μουσείο. Ομως ο Παπαδιαμάντης λάμπει περισσότερο παρά ποτέ κι αυτό συμβαίνει παρά τη θέλησή μας. Όσο ο κόσμο γύρω μας αποχαιρετάει τον δικό του τόσο η φήμη του μεγαλώνει, όσο οι ερμηνείες για τη ζωή και το έργο του πληθαίνουν τόσο εκείνος τις αντιπαρέρχεται και επιβιώνει· η παρουσία του αφήνει ένα ανεξίτηλο χνάρι».
Στα είκοσι χρόνια που πέρασαν από την δημοσίευση του παραπάνω κειμένου όλα δείχνουν ότι έχουμε προχωρήσει μακριά στον δρόμο που μας απομακρύνει από τον Παπαδιαμάντη.
Όχι μόνο η ευρωπαϊκή κοινότητα που οραματιζόταν ο κοινοτιστής Ντενί ντε Ρουζμόν επιβεβαίωσε τις χειρότερές του προβλέψεις αποτελώντας ουσιαστικά μια πρόσκαιρη οικονομική συνεργασία αντικρουόμενων εν πολλοίς συμφερόντων, η οποία δεν κατόρθωσε ποτέ να εξελιχθεί σε πολιτική οντότητα και ακόμα λιγότερο να αποκτήσει κοινό πολιτιστικό άξονα, αλλά βιώνουμε ήδη τα επίχειρα της φαντασιώδους επιθυμίας που επωάστηκε εντός της, για άκοπη, απρόσκοπτη και αέναη μεγιστοποίηση της καταναλωτικής μας ευχέρειας και των καταναλωτικών μας απολαύσεων.
Σήμερα που βιώνουμε με εξαιρετικά απότομο και επώδυνο τρόπο την απομάγευση από το ευρωπαϊκό (κατ’ αντιστοιχίαν με τον αμερικανικό) όνειρο, τη λεγόμενη οικονομική κρίση, σήμερα που η κατάλυση της υποτυπώδους κοινωνικής μας συνοχής μοιάζει ολοένα και πιθανότερο ενδεχόμενο, η ενασχόληση με τον Παπαδιαμάντη και κατ’ επέκταση με τα γράμματα και τις τέχνες φαντάζει υπερβολική πολυτέλεια, αν όχι εγωκεντρική αδιαφορία για τα κοινά που αγγίζει τα όρια της ύβρεως.
Εδώ, θα πουν κάποιοι, τίθεται ζήτημα αν θα έχουμε αύριο δουλειά, εδώ απειλείται το μέλλον μας και εσείς ασχολείστε με τον Παπαδιαμάντη; Με έναν συγγραφέα που εκτός των άλλων γράφει σε μια δυσνόητη, σχεδόν ακαταλαβίστικη, παρωχημένη γλώσσα για να μας διηγηθεί περίεργες ιστορίες μιας άλλης ξεχασμένης εποχής; Αυτή η φαινομενικά εύλογη αντίδραση ψηλαφείται και εμπειρικά μέσα από τη σταδιακή συρρίκνωση του αριθμού των ανθρώπων που τον διαβάζουν: Των ανθρώπων που μπορούν να χαρούν και να απολαύσουν την μελωδική του γλώσσα. Και από την ακόμα δραστικότερη μείωση του αριθμού εκείνων που μπορούν, ακολουθώντας την προτροπή του Λορεντζάτου, να συλλάβουν ολόκληρο, αδιαχώριστα δηλαδή, το έργο μαζί με τον άνθρωπο.


Καθώς οι συνθήκες της ζωής μας και κατά συνέπεια ο κόσμος μας μοιάζει πολύ διαφορετικός ακόμα και από εκείνον του Βακαλόπουλου η σχέση μας με τον Παπαδιαμάντη δεν έχει απλώς διασαλευθεί περισσότερο, αλλά μοιάζει έτοιμη να διαρραγεί οριστικά, ακυρωμένη από άλλες πιο ζωτικές προτεραιότητες με πρώτη απ’ όλες το απειλητικό φάσμα της επιβίωσης. Και στη διασάλευση αυτή πρέπει κανείς να συμπεριλάβει και όλους εκείνους που αντιλαμβάνονται και χρησιμοποιούν την λογοτεχνία (του Παπαδιαμάντη συμπεριλαμβανομένου) ως όχημα απόδρασης από την δύσκολη, σκοτεινή και απειλητική πραγματικότητα. Ως ένα όμορφο ψέμα που μπορεί να μας νανουρίσει γλυκά, διαλύοντας τις μελανόπτερες σκέψεις και τα ζοφερά όνειρα, χαρίζοντάς μας ξέγνοιαστο ύπνο.
Με όλα αυτά τα δεδομένα, έχει λοιπόν καμιά ισχύ, έστω και ελάχιστο περιεχόμενο αλήθειας η αλλοτινή θέση του Βακαλόπουλου ότι ο «Παπαδιαμάντης λάμπει περισσότερο παρά ποτέ»; Ότι «όσο ο κόσμος γύρω μας αποχαιρετάει τον δικό του τόσο η φήμη του μεγαλώνει»; Και τι μπορεί να εννοεί – αν δεν ειρωνεύεται – με την φράση «κι αυτό συμβαίνει παρά τη θέλησή μας»;
Η απάντηση που αποτολμώ κι αν σας φαίνεται υπερβολική σας παρακαλώ να με συγχωρέσετε, είναι ότι η εμβάπτιση στο έργο και η σχέση με τον Παπαδιαμάντη δεν αποτελεί μόνον εφόδιο, αλλά και κριτήριο της επιβίωσης του σύγχρονου ελληνισμού.
Το καλό με την πάροδο του χρόνου είναι ότι ενίοτε παρασέρνει μαζί του και άσκοπα διλήμματα που μας τυραννούν. Το καλό με τις συνθήκες κρίσεις είναι ότι δεν υπάρχει πλέον χρόνος και χώρος για άσκοπα ζητήματα. Όταν δηλαδή σήμερα αναρωτιόμαστε και προσπαθούμε να ψυχανεμιστούμε την τωρινή μας σχέση με τον Παπαδιαμάντη το κάνουμε έχοντας αφήσει πλέον πίσω μας το παρωχημένο δίλημμα αν ήταν σπουδαίος λογοτέχνης ή άγιος των γραμμάτων. Νομίζω ότι σήμερα μπορούμε να τον πλησιάσουμε χωρίς να χρειάζεται να βροντοφωνάξουμε όπως ο Βακαλόπουλος ότι «δεν μπορούμε να μεταμορφώσουμε τον Παπαδιαμάντη ούτε σε καλό συγγραφέα μόνο, ούτε σε ταπεινό ασκητή».
Θέλω δηλαδή να πω ότι σήμερα είτε ξέρουμε τι θα πάμε να βρούμε διαβάζοντάς τον, είτε δεν ξέρουμε απολύτως τίποτα για τον άνδρα, συνεπώς ακόμα κι όταν τον τεμαχίζουμε σαν σφαχτάρι για να διαλέξουμε το κομμάτι του γούστου μας, δεν υπάρχει περίπτωση να το κάνουμε από άγνοια, αλλά με πλήρη επίγνωση της λαθροχειρίας μας. Το ίδιο εν πολλοίς ισχύει τουλάχιστον για τη δική μου γενιά και κάτω, όσον αφορά και στη γλώσσα, καθώς όχι απλώς έχουμε αφήσει πίσω μας, αλλά δεν γνωρίσαμε το σχίσμα μεταξύ δημοτικής και καθαρεύουσας. Με άλλα λόγια η γλώσσα του Παπαδιαμάντη δεν κουβαλάει εκ προοιμίου – γιατί οι ιδεολογικοί λόγοι που την φόρτωναν έχουν πλέον σβήσει – τη ρετσινιά της «συντηρητικής» ή «ξεπερασμένης» γλώσσας, αλλά στη χειρότερη περίπτωση αντιμετωπίζεται ως ξένη μαζί με τα αρχαία και τα αγγλικά. Κι αυτή είναι υπό μια έννοια ευτυχής συγκυρία διότι αν μας είναι ξένη, μπορούμε να την οικειοποιηθούμε χωρίς προκαταλήψεις από την αρχή.
Με το που κάνουμε λοιπόν το βήμα και εισέλθουμε ανάλαφροι και χωρίς ιδεολογικά βαρίδια στον γλωσσικό κόσμο του Παπαδιαμάντη ξεκινάει μια διαδικασία «αμφίδρομης» αναγνώρισης την οποία δεν ελέγχουμε, που συμβαίνει μ’ άλλα λόγια όπως τόνισε ο Βακαλόπουλος «παρά τη θέλησή μας». Αναγνωρίζουμε κατ’ αρχάς έναν οικείο τόπο ή θεολογικά μιλώντας μια οικεία κτίση. Στις περιγραφές του φυσικού τοπίου, μέσα από τα «θαμνώδη» παπαδιαμαντικά «ρήματα και φύλλα καταπράσινα της γλώσσας» που δοξολογεί ο ποιητής Νίκος Καρούζος αναγνωρίζουμε την θάλασσα που έχουμε κολυμπήσει, «βουνά κι ακρογιάλια, κοιλάδες και πηγές, αμπέλια, δεντρώνες, περιβόλια, ως και μια λίμνη», με τα λόγια του Ελύτη, βράχους, κυπαρίσσια, καλντερίμια που έχουμε περπατήσει, χρώματα, ακόμα και μυρωδιές που κουβαλάμε μέσα μας. Θα αναγνωρίσουμε δηλαδή οπωσδήποτε και με την ίδια λαχτάρα που αναγνωρίζουμε έναν συμπατριώτη μας στα ξένα, «μιαν ωραίαν τοποθεσίαν, προσφιλή εις τας αναμνήσεις» μας.
Η περιγραφή του Παπαδιαμάντη (η υποβλητική στη φαντασία δύναμη των εικόνων του είναι ανυπέρβλητη) ανασταίνει περιγράφοντας τον ελληνικό τόπο με τρόπο που ξεπερνάει κάθε ηθογραφία. Κι ο Καρκαβίτσας μιλάει για τη θάλασσα, αλλά ως κομμάτι ή χαρακτηριστικό της ζωής του ναυτικού με την οποία λίγοι σήμερα μπορούμε να ταυτιστούμε. Ο έρωτας του παιδίου για την Βασιλικήν δρυν – ξέχωρα από το όνειρο και την οπτασία – εκφράζει μια πρωτογενή σχέση των κατοίκων αυτού του τόπου με την φύση – η οποία δεν είναι ποτέ απρόσωπη – έναν τρόπο σχέσης που δεν θα βρούμε σε έναν Γερμανό ή Δανό, αλλά ούτε και στον γείτονά μας τον Ιταλό. «Αυτή τη μεγάλης διαφάνειας θαλασσογραφία», για να δανειστώ και πάλι τα λόγια του Ελύτη, «και μαζί τυπολογία ελληνικής ζωής που άπαξ υπήρξε και που δεν ξεγράφεται με τίποτε· που δεν αποτελεί μήτε παρελθόν μήτε παρόν μήτε μέλλον, αλλά αποτύπωση, σε μιαν ορισμένη ιστορική στιγμή και πάνω σ’ ένα συγκεκριμένο υλικό, μιας σταθερής εκφραστικής που χαρακτηρίζει ανέκαθεν τον Ελληνα και είναι πάντοτε η ίδια».
Διαβάζοντας δηλαδή Παπαδιαμάντη αναγνωρίζουμε τον τόπο μας, αλλά και μια αντανάκλασή του ελληνικού τοπίου – έναν τρόπο διάχυσης του φωτός – στο πιο μύχιο κομμάτι του εαυτού μας. Ενώ δηλαδή διαβάζουμε ταυτόχρονα είναι σαν να μας «διαβάζει» το κείμενό, αποκαλύπτοντάς μέσα μας – εφόσον θελήσουμε να το δούμε – ένα συγκεκριμένο τοπίο ή θεολογικά και πάλι μιλώντας μια συγκεκριμένη οικονομία της κτίσης.
Η «αμφίδρομη» αυτή λειτουργία αναγνώρισης ή αίσθηση του οικείου είναι ακόμα εντονότερη στους παπαδιαμαντικούς χαρακτήρες. Γριές και γέροι, καπετάνιοι και ψαράδες, γεωργοί και αχθοφόροι, παπάδες και ψάλτες, κοπέλες και παιδιά, «γερόντοι χαρακωμένοι από τους λεβάντηδες, κοπέλες κρουστές σαν τα βότσαλα», μας λέει καλύτερα και πάλι ο Ελύτης, μια κοινωνία ανθρώπων μιας άλλης, αλλά ταυτόχρονα και της δικής μας – σε κάθε εποχή – εποχής. Η αναγνώριση αρχίζει από τα πιο άμεσα επαληθεύσιμα, από τις συμπεριφορές, τις συνήθειες και τα χούγια που εξακολουθούμε να αναγνωρίζουμε γύρω μας. Οι υποψήφιοι και οι ψηφοφόροι που παρελαύνουν στις σελίδες του διηγήματος Οι Χαλασοχώρηδες έχουν τα ίδια εναύσματα και τα ίδια ελατήρια με τη σημερινή πελατεία των πολιτικών κομμάτων. Εδώ η αναγωγή από τον κουτοπόνηρο ήρωα του Παπαδιαμάντη που πασχίζει να εκμεταλλευτεί την ανάγκη των κομμάτων για ψήφους μέχρι τη σημερινή ανερυθρίαστη εξαγορά της ψήφου των πολιτών από ένα συντεταγμένα κομματικό εκλογικό μηχανισμό που εργάζεται 365 μέρες τον χρόνο γίνεται σχετικά εύκολα.
Η αναγνώριση δομικών ψυχικών στοιχείων της ιδιοσυγκρασίας του Έλληνα στους προ-νεωτερικούς παπαδιαμαντικούς ήρωες, έμπλεους αθωότητας, ακόμα και στις «ειδεχθείς» περιπτώσεις των φονιάδων, όπως η φόνισσα, η οποία σκοτώνει θέλοντας να κάνει το καλό, είναι σίγουρα δυσκολότερη υπόθεση. «Είναι κανείς από το μέρος της αθωότητας», λέει ο Ελύτης, «σε δύο περιπτώσεις: όταν δεν έχει φτάσει σε σημείο να υποψιαστεί καν το μαύρο· κι όταν το έχει διατρέξει ως την έσχατη άκρη του, έτσι που να πατήσει από το άλλο μέρος πάλι στο λευκό». Οι ήρωες του Παπαδιαμάντη είτε δεν υποψιάζονται το μαύρο – το μαύρο του Ολοκαυτώματος ή των ρωσικών Γκούλαγκ που γνώρισε ο 20ος αιώνας, το μαύρο του Άμπου Γκράιμπ που γνώρισε ο δικός μας – είτε μπαινοβγαίνουν από το δικό τους αραιό μαύρο στο λευκό όπως οι άγιοι.
Επιτρέψτε μου άλλη μια μικρή σε αυτό το σημείο παρέκβαση με την οποία επιζητώ να τονίσω ακόμα περισσότερο το αίσθημα οικειότητας που μας γεννούν – παρά τις τεράστιες διαφορές μας – οι ήρωες του Παπαδιαμάντη. Στο Παρίσι ένας ελληνιστής δίδασκε στο πανεπιστήμιο Παπαδιαμάντη. Ανέβαινε στον πίνακα και τον χώριζε στα δυο με μια κατακόρυφη λευκή γραμμή. Στη μια μεριά επάνω έγραφε, «αμαρτωλοί» και στην απέναντι «αναμάρτητοι ή άγιοι». Στη συνέχεια έγραφε την ίδια σειρά ονομάτων και στις δύο στήλες για να καταλήξει λέγοντας ότι ο άνθρωπος αυτός είναι ανισόρροπος και τρελός. Για τους Έλληνες που βρίσκονταν στο ακροατήριό του αυτή η διπλή ιδιότητα των παπαδιαμαντικών ηρώων δεν είχε τίποτε το περίεργο, πόσο μάλλον το μεμπτό.
Οι ήρωες του Παπαδιαμάντη, όπως και οι αμαρτωλοί στην ελληνική ορθόδοξη παράδοση, αμαρτάνουν και μετανοούν πέφτουν και σηκώνονται διασχίζοντας το μαύρο μέχρι το λευκό και πέφτοντας πάλι στο σκοτάδι μέχρι την ύστατη στιγμή της δικαίωσης. Μέχρι δηλαδή τον θάνατο τους όπου ή αγιάζουν σαν την πρώτη γυναίκα του Καραχμέτη ή αγκαλιάζονται με ευσπλαχνία από τον αφηγητή. Αλλά ακόμα και από την ίδια τη φύση που σκεπάζει τον γέροντα του Ο έρωτας στα χιόνια με τον λευκό μανδύα της ή από τα ζωντανά της, σαν τη φώκια που μοιρολογεί μαζί με την πτωχή Ακριβούλα, «τα πάθια και τους καϋμούς του κόσμου». Αντιμετωπίζονται δηλαδή με τόση συμπόνια, με τόση πονεμένη αγάπη που υπερβαίνει και αναιρεί κάθε προηγούμενη αμαρτία ή κοινώς λεγόμενη αστοχία του βίου τους. Ο Παπαδιαμάντης συμπάσχει, κάνοντάς μας συν-κοινωνούς του πάθους του, μαζί με τους νεκρούς του, αναλαμβάνοντας σαν άλλος Χριστός την αμαρτία τους εν είδει εξομολόγου μην αφήνοντας κανέναν ασυγχώρητο και ασυνόδευτο στον θάνατο.
Θα μου πείτε όμως, τι μπορούμε να αναγνωρίσουμε σήμερα από τον εαυτό μας πίσω από όλα αυτά; Στη σημερινή δηλαδή αποϊεροποιημένη – αντιχριστιανική προσδιορίζει ο Σωτήρης Γουνελάς – εποχή μας, πώς μπορεί να υποστηρίζει κανείς ότι ο υπέρ ή μετά - φυσικός κόσμος των ηρώων του Παπαδιαμάντη δεν θα μας ξενίσει, σκανδαλίζοντάς μας όπως τον προαναφερθέντα Γάλλο καθηγητή; Γιατί απλούστατα – έστω και σε ελάχιστο βαθμό – αναγνωρίζουμε σύμφωνα με τα λόγια του Βακαλόπουλου «κάποιο σημάδι ή κάποιο νήμα που μας οδηγεί σε αυτό που» [κατά βάθος] «είμαστε». Αναγνωρίζουμε τον εν δυνάμει ιδανικό εαυτό μας γιατί όπως λέει και πάλι ο Βακαλόπουλος «μοιάζουμε μόνο με τον εαυτό μας, τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο». Ο Έλληνας ακόμα και χωρίς να το γνωρίζει κουβαλάει μέσα του επιθυμώντας διακαώς να την ενσαρκώσει, την αρχοντιά της συγχώρεσης. Κάτι εμφανές στην έμφυτή του τάση να μην κρατάει υποδεκάμετρο και ζυγαριά όταν πλησιάζει τους άλλους, στην ανάγκη του να τους συγχωρέσει, να χωρέσει τα καλά και τα κακά τους μαζί με τα δικά του. Στην έμφυτη τάση για συμπόνια προς τον κατατρεγμένο, τον χτυπημένο και τον αδικημένο, τον άνθρωπο που υποφέρει δηλαδή κάθε άνθρωπο. Ακόμα και η κακή πλευρά του, η οργίλη φύση του και η τάση του να εξαπατά και να κοροϊδεύει είναι όπως σωστά λέει ο λαός η «ανάποδή του»: μια πληγωμένη φιλευσπλαχνία και ευρυχωρία που αγάλλεται όταν αναγνωρίζει αλλού την «καλή της», όπως π.χ. στο παπαδιαμαντικό έργο.
Πηγαίνοντας ένα σκαλί πιο κάτω ή πιο βαθιά στην ανάγνωση του Παπαδιαμάντη αναγνωρίζουμε, σύμφωνα με την εξαιρετική διατύπωση του Βακαλόπουλου, «την ιερή μελωδία της πραγματικότητας». Η ανεξάντλητη φιλευσπλαχνία και συμπόνια για τους ανθρώπους και τα πράγματα είναι συνυφασμένη με άλλα λόγια με μια αρχέγονη αίσθηση του ιερού η οποία ευδοκίμησε σε αυτά τα μέρη από αρχαιοτάτων χρόνων. Ένα δέος, δηλαδή σεβασμό για τη ζωή και τον θάνατο, για την απόκοσμη αιτία και τον σκοπό τους, αλλά και για ολόκληρη την φύση ή την κτίση την οποία βρεθήκαμε να κατοικούμε. Μια βαθιά αίσθηση ότι δεν μπορεί κανείς να παραβαίνει ατιμώρητα – ύβρη ονόμαζαν αυτή την υπέρβαση του μέτρου οι αρχαίοι – τους νόμους της ζωής ή του θανάτου. Κι αυτή η στάση δεν συνεπάγεται επουδενί ανάσχεση της ατέρμονης διαδικασίας αναζήτησης της γνώσης αλλά την ανάγκη διατήρησης ενός μέτρου – που στα μέρη μας καλείται ανθρωπιά – το οποίο άπαξ και υπερβαθεί παύει ο άνθρωπος να είναι άνθρωπος και μετατρέπεται σε αγρίμι. Ο Παπαδιαμάντης συμπληρώνει ο Βακαλόπουλος «πιάνει με δέος ένα νήμα που τον οδηγεί στην πνευματική ρίζα της κτίσεως».
Αν λοιπόν θελήσουμε να φτάσουμε ως την άκρη και να κοιτάξουμε, όπως λέει ο Λορεντζάτος «ποια είναι η ρίζα ή η ‘μυστική φωταγωγία’ (…) που στηρίζει τον κόσμο της σποραδικής ταπεινοσύνης ή της πρωτευουσιάνικης φτωχολογίας των διηγημάτων του», αν θελήσουμε δηλαδή να δούμε ποια συγκεκριμένη αντίληψη του ιερού διακόνησε με τη ζωή και το έργο του ο Παπαδιαμάντης θα ανακαλύψουμε τον κόσμο ορθόδοξης ελληνικής χριστιανοσύνης. Μόνο μέσα από το πρίσμα αυτού του κόσμου μπορούμε «να καταλάβομε», συνεχίζει ο Λορεντζάτος, «τον Παπαδιαμάντη, όχι μόνο ως λογοτέχνη, αλλά σαν πνευματικό μας κεφάλαιο». Κι εκεί θα αντιληφθούμε, προσθέτει ο Σεφέρης, ότι στον Παπαδιαμάντη «το δόγμα γίνεται φύσις», ότι «δεν μπορεί να το αποχωρίσει κανείς από τον άνθρωπο χωρίς να τον μειώσει καίρια στο σύνολό του». Θα ανακαλύψουμε έναν χριστιανισμό που δεν απαρνείται, αλλά καταφάσκει στην φύση, εξυψώνοντας την ως κτίση μαζί με τον άνθρωπο. «Η αγιοσύνη», τονίζει ο Ελύτης, «αποχτάει αφή και η αφή αγιοσύνη, με έναν τρόπο που πριν από τον χριστιανισμό θα ήτανε δύσκολο να το συλλάβεις από το ένα μέρος και μετά τον χριστιανισμό από το άλλο».
Ανακεφαλαιώνοντας λοιπόν μπορούμε να πούμε ότι οι νεότερες γενιές έχουμε την ευκαιρία να προσεγγίσουμε ελεύθεροι από τις ιδεολογικές διαμάχες του παρελθόντος τον Παπαδιαμάντη, γνωρίζοντας ότι όσοι επιμένουν σε κάποια από τις ακραίες εκδοχές της σύγκρουσης το κάνουν με ιδιοτέλεια – συνήθως για να προσποριστούν κύρος από τον άνδρα. Μπορούμε επίσης να πούμε ότι η ανάγνωση του Παπαδιαμάντη είναι μια μυητική διαδικασία αναγνώρισης του εαυτού μας σε πολλά επίπεδα.
Ότι ακόμα κι αν σταματήσουμε στη μέση της κλίμακας γνωρίζουμε σήμερα πόσα και ποια επίπεδα κάτω μπορούμε να κατέβουμε για να τον συλλάβουμε ολόκληρο μαζί με τον πνευματικό του κόσμο. Ακόμα δηλαδή και αν αποφασίσουμε να τον διαβάσουμε μόνο ως λογοτέχνη, στα στενά – περιορισμένα – όρια της τέχνης ως αυτοσκοπού, ακόμα και τότε το παπαδιαμαντικό έργο θα λειτουργεί ως εργαλείο για την κατανόηση και την ισότιμη συνομιλία με άλλα κορυφαία έργα διαφορετικών πολιτισμών. Έτσι ο συγγραφέας και φιλόλογος Λουκάς Κούσουλας φέρνει κοντά βάζοντάς τους να συνομιλήσουν γόνιμα τον Παπαδιαμάντη με τον Μπόρχες και τον Προυστ. Μας βοηθάει με αυτό τον τρόπο να καταλάβουμε καλύτερα – καθώς σήμερα δεν συνομιλούμε με τη Δύση, αλλά αποτελούμε κομμάτι της – και τους δύο ξένους, αλλά και τον Έλληνα συγγραφέα. Δηλαδή την σημερινή μας συνθήκη.
«Αυτοβιογραφούνται», λέει ο Κούσουλας, «ο Παπαδιαμάντης κι ο Προυστ με τον δικό τους ξεχωριστό τρόπο. (…) Στο νου τους έχουν τη ζωή τους πρώτα – πήγα να ειπώ την ψυχή τους - , πώς κερδίζεται ή χάνεται αυτή ακριβώς, η ζωή, ο βίος του καθενός, και είναι στο σημείο αυτό που μπαίνει στη μέση η τέχνη τους, ως το πλέον πρόσφορο όργανο να κάμουν το καλύτερο δυνατόν, να ‘κερδίσουν’ ή να εξαγοράσουν τον χαμένο καιρό τους. Ξέρουν καλά, ζουν το περιορισμένο πράγμα που είναι ο βίος του ανθρώπου και, ανάγοντας τον στην περιωπή της τέχνης, την τέχνη ακολούθως αυτή στην περιωπή μιας υπέρβασης, αναλαμβάνουν τελικά την καλογερική της διακονίας της με απόλυτη αφοσίωση και αυταπάρνηση».
Σήμερα ωστόσο που η καθημερινότητα βιώνεται ως κρίση που απειλεί από το εισόδημα, μέχρι την κοινωνική, και ενδεχομένως ακόμα χειρότερα την φυσική μας υπόσταση, τα θεμελιώδη ερωτήματα σχετικά με το ποιοι είμαστε και που πάμε τίθενται επιτακτικότερα μέρα με την μέρα ως άμεσα συνυφασμένα όχι απλώς με την επιβίωση, αλλά το νόημα του βίου. Σε τέτοιες εποχές άνθρωποι σαν τον Παπαδιαμάντη με στάση και το έργο τους μπορούν να αποτελέσουν έναν δρόμο όχι απλώς για την καλύτερη κατανόηση της λογοτεχνίας, αλλά για την ανακάλυψη του εαυτού μας. Μπορεί να μας βοηθήσει να ξυπνήσουμε και να δούμε το βαθύτερο μας πρόβλημα είναι πως τόσα χρόνια κυνηγούσαμε να ζήσουμε μια άλλη δαπανηρή και πιο απολαυστική ζωή «μπλεγμένοι στην άρνηση της ζωής και στην αισθητικοποίηση του θανάτου», όπως λέει ο Βακαλόπουλος. «Πολεμώντας», όπως έλεγε «με όλες μας τις δυνάμεις το κοινό ελληνικό αίσθημα που υπηρετούσε ο Παπαδιαμάντης». Υπ’ αυτή την έννοια η διεθνής οικονομική κρίση ήταν μια συγκυρία που μας ξύπνησε απότομα από το όνειρο, το οποίο χρηματοδοτούσαμε αλόγιστα με δανεικά.
Αν όμως δεν φτάσουμε την ανάλυσή μας μέχρις εκεί, το παπαδιαμαντικό έργο μπορεί να μας βοηθήσει απλώς – κι αυτό δεν είναι λίγο – να αντιληφθούμε όπως λέει ο Ελύτης, «την πρόοδο με τα ποιοτικά κι όχι τα ποσοτικά μέτρα», να γίνουμε δηλαδή περισσότερο αυτάρκεις και λιγότερο εξαρτημένοι από πλασματικές ή εικονικές ανάγκες, να αποκτήσουμε συμπόνια και ευσπλαχνία, καλλιεργώντας μια αίσθηση ιερού, δηλαδή ανθρωπιάς. Ωστόσο τη μέρα που δεν θα αναγνωρίσουμε τίποτε δικό μας στον Παπαδιαμάντη, ακόμα και παρά τη θέλησή μας, την μέρα εκείνη οι Έλληνες θα έχουμε αφήσει πίσω μας τον ελληνικό μας πολιτισμό για κάποιον άλλο. Οι δρόμοι που έχουμε μπροστά μας είναι πολλοί κι ο Παπαδιαμάντης εκατό χρόνια από τον θάνατό του δεν υποχρεώνει κανέναν για τίποτα.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ: Ενας «μεταφραστικός είλωτας»!

Η πτυχή αυτή του Παπαδιαμάντη και ο τρόπος που μετέφραζε φωτίζει και το λογοτεχνικό του έργο
Του Σπύρου Γιανναρά - Καθημερινή

Το περασμένο Σάββατο ολοκληρώθηκε το τρίτο διεθνές συνέδριο για τον Παπαδιαμάντη στο Μέγαρο Μουσικής. Ο δεύτερος κύκλος του συνεδρίου της Εταιρείας Παπαδιαμαντικών Σπουδών, που ξεκίνησε στη Σκιάθο, είχε ως θέμα: «Ο Παπαδιαμάντης μεταφράζων και μεταφραζόμενος». Το συνέδριο υπήρξε επιτυχημένο, δηλαδή ιδιαίτερα γόνιμο.
Το εμβριθές σκάλισμα της σημαντικής αυτής πτυχής του παπαδιαμαντικού βίου (ο Παπαδιαμάντης υπήρξε, όπως τόνισε ο Νίκος Δ. Τριανταφυλλόπουλος, ένας «μεταφραστικός είλωτας») έρχεται να φωτίσει το λογοτεχνικό του έργο.
Οι εισηγήσεις μπορούν χονδρικά να χωριστούν σε τέσσερις κατηγορίες. Σε όσες ασχολήθηκαν με τις μεταφράσεις του από (γαλλικά και αγγλικά) και προς ξένες γλώσσες (π.χ. τα ισπανικά και τα σερβικά), σε όσες εστίασαν στις ενδογλωσσικές του μεταφράσεις και στις εισηγήσεις που αφορούσαν την πιστοποίηση της πατρότητας παπαδιαμαντικών μεταφράσεων.
Το ιδιαίτερα κρίσιμο στοιχείο που αναδείχθηκε από τις εργασίες του συνεδρίου αφορά στον τρόπο με τον οποίο μετέφραζε ο Παπαδιαμάντης, ή μ’ άλλα λόγια στις θεολογικές βάσεις του μεταφραστικού του ήθους. Ο Παπαδιαμάντης μετέφραζε απευθυνόμενος σε ένα συγκεκριμένο κοινό, σε ένα κοινωνικό σώμα, το οποίο στα μάτια του ταυτιζόταν με το εκκλησιαστικό σώμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Οπως τόνισε ο Ν.Δ.Τ. αναφερόμενος στη μετάφραση «Ο Βίος του Ιησού» του Φάραρ και στους «Δίδυμους του ουρανού» της Σάρας Γκαντ, ο Παπαδιαμάντης μεταφράζει «εκκλησιάζοντας» τα κείμενα. Εξ ου και απαλείφει ή προσθέτει μεγάλα κομμάτια χωρίς να ενδιαφέρεται για την πιστότητα στο πρωτότυπο. Δεν μένει πιστός στο γράμμα, αλλά σε ένα θεολογικό, ήτοι ορθόδοξο πνεύμα. Μονάχα στις μεταφράσεις ιστορικών έργων, όπως την «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως» του Γόρδωνος, μένει προσηλωμένος στο ξένο πρωτότυπο.
Στα σημαντικά ευρήματα συγκαταλέγεται και η ανάδειξη της συμβολής των μεταφράσεων στη διαμόρφωση του λογοτεχνικού του ύφους. Εξαιρετική υπ’ αυτή την έννοια ήταν η ανακοίνωση του Αγγελου Μαντά, ο οποίος επιμελήθηκε την παπαδιαμαντική μετάφραση της «Ιστορίας της Ελληνικής Επαναστάσεως» του Τζορτζ Φίνλεϊ (Εκδοση του Ιδρύματος της Βουλής) και την υπό έκδοση ομότιτλη μετάφραση του Τόμας Γκόρντον από το ΜΙΕΤ. Ο Μαντάς πιστοποίησε μέσω της παράθεσης σχετικών παραδειγμάτων μετάφρασης από το αγγλικό πρωτότυπο, αυτό που μεταξύ άλλων υπογράμμισε και η υποψήφια διδάκτωρ Βασιλική Λαμπροπούλου, ότι δηλαδή «Ο Παπαδιαμάντης αρύεται από την ανεξάντλητη πηγή των εκκλησιαστικών έργων, διαμορφώνοντας το προσωπικό του ύφος, τελικώς κοινό στις μεταφράσεις και στο πρωτότυπο έργο του». Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Ν.Δ.Τ. υπογράμμισε ότι «η μεταφραστική γοητεία είναι ενίοτε εφάμιλλη των διηγημάτων» καθώς ο Παπαδιαμάντης «άκουγε πολύ καλά τη μουσική της γλώσσας του στις μεταφράσεις του».
Εξαιρετικό ενδιαφέρον είχε η εισήγηση της φιλολόγου Μαρίνας Αρετάκη, η οποία παρουσίασε τη θέση την οποίαν κατέχει ο μεταφραστής ως ήρωας εντός του παπαδιαμαντικού corpus, καθώς και εκείνη της ποιήτριας Τασούλας Καραγεωργίου, η οποία ανέδειξε ως σημαίνον λογοτεχνικό χαρακτηριστικό τού ύφους του, τη διαρκή επεξήγηση του λαϊκού ιδιώματος και τη «μετάφρασή» του στο λόγιο καθαρευουσιάνικο της εποχής.
Εντονες αλλά μάλλον αναίτιες αντιδράσεις προκάλεσε η ιστορική αναδρομή του Σταύρου Ζουμπουλάκη στις μεταφράσεις του Παπαδιαμάντη στη δημοτική. Ο διευθυντής της «Νέας Εστίας» επεσήμανε ότι το γεγονός ότι αναγκαζόμαστε να μεταφράζουμε, κυριολεκτικά «χθεσινούς» συγγραφείς όπως ο Παπαδιαμάντης, οι οποίοι είναι οιονεί ακατάληπτοι στο ευρύ κοινό, σημαίνει «ότι μας γίνεται ξένος ο ίδιος μας ο εαυτός». Η ομότιμη καθηγήτρια Ελένη-Πολίτου Μαρμαρινού, η καθηγήτρια και κριτικός Τιτίκα Δημητρούλια και ο καθηγητής «Υπολογιστικής γλωσσολογίας» Γεώργιος Μικρός παρουσίασαν ένα νέο γλωσσολογικό εργαλείο από τον νεοσύστατο κλάδο της «υφομετρίας», το οποίο αναμένεται να συμβάλει σημαντικά στην πιστοποίηση λογοτεχνικών κειμένων και μεταφράσεων. Στην εισήγησή τους επιβεβαίωσαν την πατρότητα της παπαδιαμαντικής μετάφρασης της «Αριέττας» του Κοπέ, αποδίδοντας ωστόσο μάλλον εσφαλμένα στον Σκιαθίτη και τη μετάφραση της «Μύτης» του Γκόγκολ.

Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ

Από Το Βήμα το σχετικό με την εισήγηση Ζουμπουλάκη ρεπορτάζ της Λαμπρινής Κουζέλη.
Αν θεωρούμε ότι τα κείμενα του Παπαδιαμάντη είναι σημαντικά, αν θεωρούμε ότι έχουμε ακόμη ανάγκη τα ζητήματα που θέτει, αν θεωρούμε ότι το έργο του έχει αποδέκτες, τότε οφείλουμε να αναγνωρίσουμε την ανάγκη μετάφρασής του -υπό προϋποθέσεις- στη σύγχρονη ελληνική για χάρη των νέων αναγνωστών. Αυτά υποστήριξε -σε ελεύθερη απόδοση- ο Σταύρος Ζουμπουλάκης, φιλόλογος και διευθυντής της «Νέας Εστίας», στη διάρκεια του Γ΄Διεθνούς Συνεδρίου για τον Παπαδιαμάντη, προκαλώντας, όπως ήταν αναμενόμενο, ζωηρές αντιδράσεις από το ακροατήριο.
«Πληρώνουμε σήμερα το βαρύ τίμημα του γλωσσικού διχασμού», είπε ερμηνεύοντας το φαινόμενο οι νέοι να μην είναι σε θέση να κατανοήσουν κείμενα της λόγιας παράδοσής μας, «κυριολεκτικά χθεσινά». «Φοιτητές των πολιτικών επιστημών δυσκολεύονται να διαβάσουν άρθρα σε εφημερίδες των αρχών του 20ού αιώνα για τις εργασίες τους. Όλο και περισσότερα θα γίνονται τα πρόσφατα κείμενα τα οποία δεν είναι αναγνώσιμα από τις νέες γενιές, κείμενα χθεσινά που αφορούν την αυτοκατανόησή μας», υποστήριξε ο κ. Ζουμπουλάκης εκφράζοντας την άποψη ότι, με τις συνθήκες της μαζικής εκπαίδευσης, αυτό δεν υπάρχει τρόπος να αλλάξει.
Σε αυτή την πραγματικότητα ο εκδοτικός κόσμος ανταποκρίνεται αυξάνοντας τις ενδογλωσσικές μεταφράσεις. Αν αφήσουμε στην άκρη τις παλιές μεταφράσεις του Παπαδιαμάντη, από τον Μυριβήλη, τον Καραντώνη και άλλους, και επικεντρωθούμε στη δεκαπενταετία από τη μετάφραση του διηγήματος «Ο έρωτας στα χιόνια» από τον Μένη Κουμανταρέα για το «Βήμα», το 1997, ως σήμερα, παρατηρούμε ότι διαμορφώνεται μια τάση, επισήμανε ο ομιλητής.
Μεταφέρεται στη σύγχρονη ελληνική η «Ιστορία του ελληνικού έθνους» του Παπαρρηγόπουλου τρεις φορές, μεταφράζεται η Καινή Διαθήκη στη δημοτική και η τρέχουσα γλώσσα αρχίζει να χρησιμοποιείται στη χριστιανική λατρεία, μεταγλωττίζεται, στη νέα του επανέκδοση από την Εστία, ακόμη και το κλασικό εγχειρίδιο αρχαίας ελληνικής θεματογραφίας του Νικόλαου Τζουγανάτου, γιατί τα σχόλιά του σε λόγια γλώσσα ξενίζουν τους σύγχρονους αναγνώστες, ακόμη και αν είναι γνώστες της αρχαίας. Από την άλλη, μετατοπίζεται σταδιακά και η πρόσληψη των μεταφράσεων αυτών.
Ενώ η απόπειρα του Κουμανταρέα συναντά την έντονα επικριτική αντίδραση του λογοτεχνικού κόσμου -ανεξαρτήτως ιδεολογικής τοποθέτησης-, η μετάφραση έργων στη δημοτική του Κοραή, του Βιζυηνού, του Παπαδιαμάντη, του Ροΐδη, στη σειρά «Κλασική Βιβλιοθήκη του Νέου Ελληνισμού» των Ελληνικών Γραμμάτων, δέκα χρόνια αργότερα, έχει και υποστηρικτές.
Η πορεία προς τη μετάφραση κειμένων της λόγιας παράδοσής μας είναι αναπότρεπτη μοίρα με πολιτισμικές επιπτώσεις κατέληξε ο κ. Ζουμπουλάκης: «Άλλη η πολιτισμική σημασία του να διαβάζεις συγγραφείς χθεσινούς μεταγλωττισμένους στη δημοτική και άλλη του να διαβάζεις προχθεσινούς. Όσο αργότερα νομιμοποιηθεί η μετάφραση του Ροΐδη και του Παπαδιαμάντη τόσο καλύτερα για τον ελληνικό πολιτισμό».
Υπέδειξε την ανάγκη ανάσχεσης της πορείας αυτής «όχι για να οπισθοχωρήσουμε, αλλά για να μην επικρατήσει απολύτως η πρακτική της μετάφρασης, ώστε να εξακολουθήσουν να απολαμβάνουν όσοι θέλουν τα κείμενα αυτά στο πρωτότυπο». Ο ίδιος πρότεινε μια μέθοδο αντίστασης στην τάση που διαμορφώνεται αργά η οποία περιλαμβάνει ένα είδος προσεταιρισμού του «εχθρού». Εισηγήθηκε να προβούμε σε μεταφράσεις συντονισμένα, όταν είναι απαραίτητο και σύμφωνα προς τις ανάγκες του αναγνωστικού κοινού στο οποίο απευθυνόμαστε.
Πρότεινε, συγκεκριμένα: Εκδόσεις για τα παιδιά του δημοτικού, όπου το πρωτότυπο κείμενο και η μετάφρασή του θα συνυπάρχουν αντικριστά. Εκδόσεις για τους νέους του γυμνασίου και του λυκείου, στις οποίες το αυθεντικό κείμενο θα συνοδεύεται όχι από γλωσσάρι (το οποίο συχνά οι νέοι αδυνατούν να χρησιμοποιήσουν) αλλά από υποσελίδιες μεταφράσεις χωρίων και λέξεων στον τύπο ακριβώς που απαντούν μέσα στο κείμενο. Εκδόσεις για όλους στις οποίες το πρωτότυπο κείμενο θα συνοδεύεται απαραιτήτως από γλωσσάρι στο τέλος, που θα περιλαμβάνει όχι μόνο λέξεις ιδιωματικές (σκιαθίτικες στην περίπτωση του Παπαδιαμάντη), αλλά και λόγιες λέξεις που δεν είναι γνωστές σε πολλούς αναγνώστες.
Η αδημονία που προκάλεσαν τα λόγια του ήταν απτή μέσα στην αίθουσα. Παπαδιαμαντιστές και εκπαιδευτικοί ξέσπασαν στο τέλος της συνεδρίας καταδικάζοντας κάθε πρόταση για μετάφραση του Παπαδιαμάντη στην τρέχουσα γλώσσα. «Οι μαθητές δυσκολεύονται εξίσου να κατανοήσουν τον Σολωμό, τον Σικελιανό, ακόμη και μια επιφυλλίδα σε σημερινή εφημερίδα», υποστήριξε εκπαιδευτικός, η οποία τόνισε με έμφαση ότι η συγκινησιακή ανταπόκριση των μαθητών στο κείμενο του Παπαδιαμάντη είναι αυτόματη και εντυπωσιακή στις νεαρότερες ηλικίες. «Το θέμα είναι δικό μας», είπε, «όλα εξαρτώνται από το πώς διδάσκουμε τα κείμενα αυτά στο σχολείο». «Εθελοτυφλούμε» ήταν η απάντηση του κ. Ζουμπουλάκη.
Τονίστηκε από άλλους πόσο πιο ακατανόητη είναι στους μαθητές η γλώσσα του δημοτικιστή Καζαντζάκη (αλλά μήπως κι αυτόν δεν χρειάζεται να τον αντιμετωπίσουμε με τα ίδια εργαλεία όπως τον λόγιο Παπαδιαμάντη προκειμένου να τον διασώσουμε για τις μελλοντικές γενιές); Ακούστηκαν ευτράπελες αποδόσεις παπαδιαμαντικών φράσεων από τον Μυριβήλη για να προβληθεί το γελοίο των εγχειρημάτων ενδογλωσσικής μετάφρασης. Προτάθηκε να περιοριστεί η διδασκαλία ξένων γλωσσών στο σχολείο και να αυξηθεί, αντ' αυτών, η διδασκαλία της αρχαίας, προκειμένου να αναπτύξουν οι νέοι τις γλωσσικές ικανότητές τους στην ελληνική.
Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης δεν αρνείται ότι οι ενδογλωσσικές λογοτεχνικές μεταφράσεις ως τώρα δεν ήταν επιτυχείς, όπως απάντησε σε ερώτηση του «Βήματος», «αυτό δεν αποκλείει όμως να έχουμε μια καλή μετάφραση αύριο» και μας υπέδειξε την εξαίρεση, την επιτυχημένη, κατά την άποψή του, μετάφραση παπαδιαμαντικών διηγημάτων για παιδιά από την Καίτη Χιωτέλλη (Χριστουγεννιάτικα διηγήματα, Άγκυρα, 2001), η οποία «διασώζει κάθε λέξη του Παπαδιαμάντη όπου μπορεί».
Το ουσιαστικό ερώτημα είναι αν οι λογοτεχνικές ενδογλωσσικές μεταφράσεις του παρελθόντος πέτυχαν τον στόχο τους, αν έφεραν περισσότερους αναγνώστες κοντά σε κείμενα γοητευτικά μεν δυσπρόσιτα δε. Κρίνοντας από τη μικρή κυκλοφορία τέτοιων εκδόσεων θα λέγαμε όχι. Ο κ. Ζουμπουλάκης δεν το πιστεύει επίσης, γι' αυτό και προτείνει τη μετάφραση όχι εις αντικατάσταση του πρωτοτύπου αλλά προς αρωγή. Αντιλαμβανόμαστε την πρότασή του ως κίνηση που αναζωπυρώνει τον διάλογο για την ενδογλωσσική μετάφραση κειμένων του 19ου αιώνα προσθέτοντας στις απόλυτες μεταβλητές «ναι» και «όχι» μία τρίτη που αξίζει να συζητήσουμε εκτενέστερα και συγκεκριμένα.
Παρ' όλα αυτά, η αντίσταση στην ιδέα μετάφρασης κειμένων του Παπαδιαμάντη, ακόμη και υπό αυτές τις προϋποθέσεις, ήταν ισχυρή. Την εξήγηση έδωσε ο ίδιος ο ομιλητής στη λήξη της συνεδρίας: «Επιβεβαιώνεται», είπε σε τόνο αγανακτισμένου αφορισμού ο συνήθως ψύχραιμος Σταύρος Ζουμπουλάκης, «ότι δύο λαοί στον κόσμο θεωρούν ότι η γλώσσα είναι θρησκεία: οι Γάλλοι και οι Έλληνες».

Ο Παύλος Νιρβάνας έπλασε το «κλισέ» του Παπαδιαμάντη


Αυτό, διότι ο Νιρβάνας «μυθοποίησε σε αλλεπάλληλα γραπτά του τη φωτογράφιση - περιγράφοντας την αντίρρηση του Παπαδιαμάντη να φωτογραφιστεί, τις γενικότερες συνθήκες της φωτογράφισης κ.λπ. - καθιερώνοντας την εικόνα του "ρακένδυτου αριστοκράτη", του κοσμοκαλόγερου, του "βυζαντινού" ή "φτωχού αγίου" που πόρρω απέχει από τις λογοτεχνικές αυτοπροσωπογραφίες του Παπαδιαμάντη» ο οποίος, μάλιστα, «έζησε έναν διαρκή βοημικό βίο». Οπως λέει χαρακτηριστικά η Γεωργία Φαρίνου, «ο μποεμισμός του αποτελούσε πρόκληση για το ευρύτερο κοινό, ενώ γοητεύει τις τάξεις των λογίων, και ο χριστιανισμός του ήταν εξαίρεση για τις τάξεις των λογίων και μάλλον ενόχληση για την αστική τάξη».«Μποέμ» ή «άγιος»; «Ρακένδυτος» ή «πλούσιος»; «Μεγάλος» ή «υπερεκτιμημένος» συγγραφέας; Ολες οι εκδοχές έχουν κατά καιρούς υποστηριχθεί και τα πολλά πρόσωπα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη δεν σταμάτησαν ποτέ να τρέφουν παθιασμένες συζητήσεις. Συζητήσεις που, μάλιστα, αναζωπυρώθηκαν φέτος με αφορμή τα εκατοντάχρονα από τον θάνατό του. Σε εκδήλωση με τίτλο «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: ο συγγραφέας και οι ήρωές του», που πραγματοποιήθηκε στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ωνασείου Ιδρύματος, ο καθηγητής Ιστορίας και Θεωρίας της Λογοτεχνίας στο Πάντειο, Δημήτρης Δημηρούλης, έδειξε λ.χ. ότι ενώ οι ποιητές της γενιάς του 1930 - κυρίως ο Σεφέρης - αποθέωσαν τον Παπαδιαμάντη, ο ιστορικός της λογοτεχνίας Κ. Θ. Δημαράς περίπου τον περιφρονούσε. Και ότι εντέλει οι διάφορες χρήσεις του Παπαδιαμάντη από τους άλλους - ακόμη και από το μεταπολιτευτικό κίνημα της νεοορθοδοξίας - έχει να κάνει με τις αναζητήσεις ταυτότητας της ελληνικής κοινωνίας. Η οποία επιλέγει ως πνευματικούς της ήρωες λογοτέχνες κατ' εξοχήν «εκκρεμείς», όπως ο Σολωμός και ο Παπαδιαμάντης, τη στιγμή που και η ίδια «φαντασιώνεται τη Δύση την ώρα που νοσταλγεί την Ανατολή».

Στην ίδια εκδήλωση, όπου η εκπαιδευτικός Μαρίνα Αρετάκη, ειδική στο έργο του Παπαδιαμάντη, ανέλυσε τους χαρακτήρες τριών γυναικών-ηρωίδων στα μυθιστορήματά του, μία άλλη Πανεπιστημιακός από το Αριστοτέλειο, η καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας Γεωργία Φαρίνου-Μαλαματάρη, επισήμανε μεταξύ άλλων και την ιδιόμορφη ιστορία των σωζόμενων φωτογραφιών του. Ουσιαστικά κυκλοφορούν τρεις φωτογραφίες του: μία πλανόδιου φωτογράφου που τον δείχνει με τον Βλαχογιάννη στη Δεξαμενή, ένα πορτρέτο τραβηγμένο από τον ζωγράφο Γεώργιο Χατζόπουλο και μία τραβηγμένη από τον συγγραφέα Παύλο Νιρβάνα. Η τελευταία έγινε κυρίαρχη και περιθωριοποίησε τη φωτογραφία του Χατζόπουλου που ήταν πλησιέστερη στις στερεότυπες φωτογραφίες λογοτεχνών σε εφημερίδες και εγκυκλοπαίδειες.