Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ... ΣΤΟΝ ΤΥΠΟ

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Ενας μποέμ κοσμοκαλόγερος
100 χρόνια από τον θάνατο και 160 από τη γέννηση του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
<b>Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης</b><br> Ενας μποέμ  κοσμοκαλόγερος
O Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης υπήρξε μια τραγική προσωπικότητα της νεότερης Ελλάδας με τόσο πολλές όψεις που ακόμη τον ανακαλύπτουμε. Εζησε μόνος, απένταρος, πιστός στην τέχνη, αδιάφορος για τα χρήματα και την κοινωνική ένταξη, μοίρασε τη ζωή ανάμεσα στα καπηλειά και στις εκκλησίες, σχεδόν ρακένδυτος, υπήρξε πάντα ένας αποσυνάγωγος τεχνίτης της γλώσσας και της αφήγησης. Ενας έλληνας μποέμ.
Γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου 1851 σε ένα νησί που φημίζεται για τη φυσική καλλονή του και τους ψαράδες του, τη Σκιάθο. Ηταν το τέταρτο παιδί του ζεύγους Αδαμαντίου και Γκιουλιώς (Αγγελικής) Εμμανουήλ. Το επώνυμο Παπαδιαμάντης προέρχεται από το όνομα του πατέρα του που ήταν και παπάς.
Τα παιδικά του χρόνια ήταν ανέμελα στο νησί και θα τα ανακαλέσει πολλές φορές νοσταλγικά στα κείμενά του. Ως το 1860 φοίτησε στο δημοτικό σχολείο Σκιάθου, όπου έμαθε τα βασικά- ανάγνωση, γραφή, μαθηματικά-, του άρεσε όμως, από ό,τι λένε, πιο πολύ να ζωγραφίζει. Στα παιχνίδια του είχε συντροφιά ανάμεσα στους άλλους τον ξάδελφό του, μετέπειτα καλό συγγραφέα Αλέξανδρο Μωραϊτίδη και τον Νικόλαο Διανέλλο, μετέπειτα μοναχό Νήφωνα, ο οποίος θα είναι για χρόνια ο «κολλητός» του. Θα πάνε μαζί στο Αγιον Ορος, θα κατοικήσουν (μέχρι παρεξηγήσεως) για λίγο στο ίδιο διαμέρισμα, ώσπου ο Νήφωνας να παντρευτεί και να φύγει για να μείνει στο Χαρβάτι.

Ανθρωπος των καπηλειών και των τρωγλών
Ο πατέρας του θα τον στείλει στην Αθήνα για να σπουδάσει Θεολογία, αλλά αυτός θα κάνει στροφή την τελευταία στιγμή και θα γραφτεί στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Θα απογοητευθεί γρήγορα από το στείρο κλίμα και θα τα παρατήσει. Μελετά μόνος του αγγλικά και γαλλικά και παραδίδει μαθήματα. Φυτοζωεί κυριολεκτικά.
Το 1878 γνωρίζεται με τον εκδότη της «Ακρόπολης» Βλάση Γαβριηλίδη που θα τον παρακινήσει να δημοσιεύσει το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο «Η μετανάστις» στην εφημερίδα «Νεολόγος» Κωνσταντινουπόλεως. Θα ακολουθήσει το 1882 το δεύτερο μυθιστόρημά του με τίτλο «Οι έμποροι των εθνών» δημοσιευμένο στο «Μη χάνεσαι». Δημοσιεύει συνεχώς, γίνεται πια γνωστός στους λογοτεχνικούς κύκλους, αν και αποφεύγει να συγχρωτίζεται με αυτούς. Οσο ζούσε δεν είδε ποτέ δημοσιευμένο δικό του βιβλίο, αλλά αυτό δεν εμπόδισε το έργο του να αποτελεί τη βασικότερη παρακαταθήκη για τους έλληνες πεζογράφους: Δ. Χατζής, Γ. Ιωάννου, Αλ. Κοτζιάς, Χρ. Μηλιώνης, Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλος, Θ. Βαλτινός, Μένης Κουμανταρέας...
Είναι μια γραφική φιγούρα της Αθήνας. Ο συγκαιρινός του Μιλτιάδης Μαλακάσης τον περιγράφει ως «μια σιλουέταμε ακατάστατα γενάκια, απεριποίητη περιβολή, λασπωμένα ή κατασκονισμένα υποδήματα,ξεθωριασμένο ημίψηλο,με μια παπαδίστικη κάννα με ασημένια λαβή, μαύρο κορδόνι γύρω από μια ασιδέρωτη λουρίδα,ένα είδος κολάρου,συγκρατώντας με τα χέρια του ένα πανωφόρι που του έπεφτε λίγο μεγάλο», το οποίο ήταν γνωστό ότι του το είχε στείλει από το Λονδίνο ο Αλέξανδρος Πάλλης. Ο Δ. Χατζόπουλος τον χαρακτηρίζει ιδιόρρυθμο, εκκεντρικό, μποέμ, άνθρωπο των καπηλειών και των τρωγλών, και τον παρομοιάζει με τον φιλόσοφο Μένιππο, τον πνευματώδη Λουκιανό, τον παρατηρητικό Ντίκενς, τον ψυχολόγο Τουργκένιεφ. Ο ίδιος όταν το μάθει θα πει: «Δεν μοιάζω με κανέναν,είμαι ο εαυτός μου». Συχνάζει στο μπακάλικο του Καχριμάνη στου Ψυρρή, αλλά και στη μικρή εκκλησία του Αγίου Ελισαίου, όπου ψάλλει μαζί με τον ξάδελφό του Αλέξανδρο Μωραΐτίδη.
Το 1906 αρχίζει να συχνάζει στη Δεξαμενή Κολωνακίου. Κάθεται στο πιο φτηνό από τα δύο καφενεία, αυτό του Μπαρμπα-Γιάννη, όπου ο καφές είχε μία δεκάρα. Αγοραφοβικός, μακριά από όλους τους πελάτες, σταύρωνε τα χέρια στο στήθος, έγερνε το κεφάλι και ονειροπολούσε. Εκεί τον φωτογράφισε ο Παύλος Νιρβάνας, σε αυτή τη φωτογραφία που τον έχουμε ως σήμερα.
Γράφει και μεταφράζει συνέχεια για να μπορεί να ζει. Το 1909 θα γυρίσει στο νησί του. Θα αρρωστήσει και θα πεθάνει το βράδυ της 2ας προς 3η Ιανουαρίου 1911. Εζησε μοναχικός, ανέραστος, πάσχων.

Η διαμάχη για το έργο του
Ο Παπαδιαμάντης, αν και οι παλαιότεροι κριτικοί (Παλαμάς, Ξενόπουλος κ.ά.) θα εξυμνήσουν το έργο του, δεν θα τύχει της ίδιας αποδοχής από τους νεότερους. Η σχολή των Κ.Θ. Δημαρά και Π. Μουλλά θα μειώσει την αξία του, καθώς θα θεωρήσει ότι πρόκειται για λαογραφικά ηθικά κείμενα χωρίς ιδιαίτερη λογοτεχνική αξία, ενώ του προσάπτει προχειρότητα και αναχρονιστικές τάσεις στη γλώσσα. Από την άλλη σκοπιά, οι αμύντορες της Ορθοδοξίας τον θεωρούν εκπρόσωπό τους, μη αναγνωρίζοντας καμία άλλη πτυχή στο έργο του. Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη δίχασε επίσης την κριτική. Ο Κ. Χατζόπουλος και ο Α. Τερζάκης τη βρήκαν σχολαστική και προβληματική, ενώ τη θαύμασαν ο Τ. Αγρας, ο Ελύτης, ο Ζ. Λορεντζάτος κ.ά. Νεότεροι μελετητές αλλά και συγγραφείς που τον αγαπούν έχουν αναδείξει πλείστες όσες όψεις του συγγραφέα. Ανέδειξαν τον κοινωνικό Παπαδιαμάντη, αυτόν που στηλιτεύει την αδικία, τους πολιτικάντηδες, την παραδοσιακή θέση της γυναίκας που την «πουλάνε» μέσω του γάμου, είναι υπέρ του πολιτικού γάμου κ.ά. Τον χιουμορίστα Παπαδιαμάντη, με την ειρωνεία και τον σαρκασμό για να υποβάλλει σε οξύτατη κριτική πολλές καταστάσεις της εποχής. Τον ερωτικό Παπαδιαμάντη, με τις ποιητικές, αισθησιακές εικόνες των αβάσταχτων ερώτων. Τον ποιητή Παπαδιαμάντη, με τη μαγεία των λέξεων και των φράσεων που χρησιμοποιεί. Ελπίζουμε ότι εφέτος γιορτάζοντας τα 100 χρόνια από τον θάνατό του θα έχουμε την ευκαιρία να δούμε τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη ολόπλευρα, να γοητευτούμε από τα κείμενά του, να τον τοποθετήσουμε ολόπλευρα στη λογοτεχνική εικόνα της χώρας μας.




  ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ: Ενας «άγιος» ανάµεσα σε Δύση και Ανατολή
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: Δευτέρα 3 Ιανουαρίου 2011, Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ
Διαβάστηκε και διαβάζεται µε πολλούς διαφορετικούς τρόπους και ίσως αυτό είναι που εξασφαλίζει την επιβίωσή του µέχρι σήµερα.
Πριν από µισό αιώνα διαβαζόταν περισσότερο «ιδεολογικά», ως θεµατοφύλακας των εθνικών και πνευµατικών αξιών του τόπου· ήταν ο σκιαθίτης «κοσµοκαλόγερος», ήταν ένας «άγιος». Σήµερα ενδιαφέρει µάλλον το εκκοσµικευµένο προφίλ του, είναι ο «ποιητής», ο «ερωτικός», καµιά φορά ο «αλκοολικός», και διαβάζεται κυρίως για τις λογοτεχνικές αρετές του έργου του, ενώ οι χαρακτήρες του συγκινούν και πλήθος κινηµατογραφιστών.
Το θεωρούµενο ως κορυφαίο έργο του Παπαδιαµάντη, το µυθιστόρηµαή νουβέλα «Η φόνισσα» (γραµµένο το 1902), έχει ως πρωταγωνίστριά του µια από τις πιο αποκρουστικές και συνάµα συµπαθείς ηρωίδες της ελληνικής πεζογραφίας.
Η ηλικιωµένη, βαθιά καταπιεσµένη από τις αντιλήψεις της εποχής της Χαδούλα ή Φραγκογιαννού χάνει τα λογικά της και σκοτώνει µικρά κορίτσια πιστεύοντας ότι έτσι θα γλιτώσει τα ίδια και τους γονείς τους από τα βάσανα της ζωής των γυναικών. Στο τέλος του έργου η φόνισσα, κυνηγηµένη από τις αρχές, πνίγεται στη θάλασσα «ειςτο ήµισυ του δρόµουµεταξύ της θείας και της ανθρώπινης Δικαιοσύνης». Στη «Φόνισσα» το ηθογραφικό στοιχείο συνδυάζεται µε την κοινωνική κριτική και την εµβάθυνση στην ταραγµένη ψυχή της ηρωίδας.
Ενα µέρος των διηγηµάτων του Παπαδιαµάντη έχουν ως θέµα τους τη ζωή των φτωχότερων τάξεωντης Αθήνας, ενώ τα περισσότερα αναφέρονται στη ζωή και στη φύση της Σκιάθου, όπως τα «Ολόγυρα στη λίµνη», «Ονειρο στο κύµα» και «Το µοιρολόγι της φώκιας». Η περιγραφική φυσιολατρία αυτών των διηγηµάτων δηµιουργεί µια ειδυλλιακήατµόσφαιρα, από την οποία όµως δενλείπουν τα πάθη και τα βάσανα του κόσµου. Ιδίως το εκτενές διήγηµα «Ολόγυρα στη λίµνη» µπορεί να θεωρηθεί δείγµα ποιητικής πεζογραφίας, καθώς οι εκτεταµένες, διαυγείς και έντονες περιγραφές εικόνων της Σκιάθου και αναµνήσεων του αφηγητή από το νησί το αναδεικνύουν σε πίνακα της νησιώτικης ζωής.

Είναι σαφές ότιτο έργο τουΠαπαδιαµάντη «είναι κάθε άλλο παρά οµογενοποιηµένο και εύκολο στην κατάταξη. Ενα κείµενο που θα συνεχίσει να διαβάζεται εξαιτίας της οριακής µορφής του στην οποία οφείλει την επιβίωσή του».
Αυτή η διαπίστωση ανήκει στην πανεπιστηµιακή φιλόλογο Γ. Φαρίνου - Μαλαµατάρη, δόκιµη ερευνήτρια του παπαδιαµαντικού έργου, και δενµπορεί κανείς παρά να την προσυπογράψει. Μάλιστα η εκτεταµένη, συστηµατική και νηφάλια επιλογή σαράντα έξι κριτικών κειµένων για το έργο του («Εισαγωγή στην πεζογραφία του Παπαδιαµάντη. Επιλογή κριτικών κειµένων», Πανεπιστηµιακές Εκδόσεις Κρήτης), την οποία εκείνη επιµελήθηκε πριν από έξι χρόνια, φώτισε τον τρόπο µε τον οποίο ο Παπαδιαµάντης διαβαζότανκαι διαβάζεται µέχρι σήµερα. Και ανέδειξε κυρίως το βασικό γνώρισµα (ή και σύµπτωµα) της παπαδιαµαντικής κριτικής: την ταλάντωσή της, ιδίως κατά τις τελευταίες δεκαετίες, ανάµεσα στην Ανατολή και τη Δύση.
Διαµορφώθηκεπράγµατι, από τη µιαπλευρά, µια ανατολικότροπη ελληνορθόδοξη θεώρηση και, από την άλλη, µια δυτικότροπη ανάγνωση του Παπαδιαµάντη. Και οι δύο τάσεις διακινδυνεύουν να ολισθήσουν σε ένα ερµηνευτικό αδιέξοδο. Η πρώτη τάση, προβάλλοντας τη µεταφυσική πνευµατικότητα του παπαδιαµαντικού έργου, κατά βάθος συστήνει µια ιδεολογικοποιηµένη ανάγνωσή του,ανάγνωση η οποία επιχειρεί να θέσει αιτήµατα (ή πιθανόνκαι να λύσει προβλήµατα) των υποστηρικτών αυτής της τάσης σε σχέση µε το πνευµατικό µας παρόν ή το διαρκές ερώτηµα της εκκρεµούς νεοελληνικής πνευµατικής ταυτότητας. Ηδεύτερη τάση, επικεντρώνοντας την προσοχή της στην ανάδειξη ή την «επινόηση» εκείνων των στοιχείων τουπαπαδιαµαντικούέργου τα οποία θα το καταστήσουν στις µέρες µας ενδιαφέρον στηνΕυρώπη (βλ. τη φράση του ΛάκηΠρογκίδη: «Να βρούµε κάποιο στοιχείο στο έργο του άξιο να συγκρατήσει την προσοχή των ξένων»), διέπεται από ένα ηθικό αίτηµα µε διαφωτιστικές καταβολές.
Θα σχολιάσω αυτότο αίτηµα παραφράζοντας µια φράση του Σεφέρη, το 1960, για τον Κάλβο (τη φράση «Γιατί είναι ελληνικός ο Κάλβος; Φυσικά, για µένα, το θέµα δεν υπάρχει»): Γιατί οΠαπαδιαµάντης πρέπει να είναι δυτικός και να ενδιαφέρει τους δυτικούς αναγνώστες; Φυσικά, για µένα, το θέµα δεν υπάρχει. Σήµερα, η παρωχηµένη ως προς το πνεύµα της εποχής µας ανάγνωση του Παπαδιαµάντη ως «θρησκευτικού» κειµηλίου, ως παρακαταθήκης εθνικών και πνευµατικών αξιών ή ως πεδίου προσδιορισµού της πνευµατικής ταυτότητάς µας, δεν µπορεί παρά να παραχωρήσει τη θέση της σε µια αποϊδεολογικοποιηµένη προσέγγισή του, εστιασµένη στις αποκλειστικά λογοτεχνικές αρετές του.
Θα αναφερθώ παραδειγµατικά στην ανθολογίαδεκαεννέα παπαδιαµαντικών διηγηµάτων, «Τα σκοτεινά παραµύθια», από τον ποιητή Στρατή Πασχάλη (Μεταίχµιο 2005 – πρόκειται για τη δεύτερη αναθεωρηµένη έκδοση του βιβλίου που κυκλοφόρησε το 2001). «Παλαιότερα δεν µε τραβούσε καθόλου ο κόσµος του (Παπαδιαµάντη)», οµολογεί ο Πασχάλης στην εισαγωγή του, επειδή «ο Παπαδιαµάντης για µένα εκπροσωπούσε τη συντηρητική καθήλωση, τη στατικότητα, την ανία και τον επαρχιωτισµό της τότε ελληνικής πραγµατικότητας». Και εξηγεί ότι η βαθµιαία οικείωσή του και εν τέλει η αισθητική αποδοχή και απόλαυση της παπαδιαµαντικής γραφής, οφείλονται στην αναγνώριση του Παπαδιαµάντη ως «ποιητή». Ενός«ποιητή» ο οποίος «παρήγαγε µια εξαιρετικά περίτεχνη λογοτεχνία, που τις περισσότερες φορές αγγίζει την καθαρή ποίηση, το παραλήρηµα, την αλχηµική χρήση τουλόγου, την αυτόµατη γραφή, την παράδοξη αφήγηση». Σε συνάρτηση µε αυτή τη διαπίστωση, ο Πασχάλης επιλέγει να ανθολογήσει εκείνα τα διηγήµατα που αναδεικνύουν την, κατά τη γνώµη του, «πιο αποκαλυπτική πτυχή της ιδιότυπης γοητείας του ποιητή Παπαδιαµάντη». Πρόκειται για τις «αφηγήσεις του που τις χαρακτηρίζει η υποβολή, το µυστήριο, η µαγεία, το υπερφυσικό, η ατµόσφαιρα του τρόµου και του ονείρου». Αλλα παραδείγµατα αυτής τηςπρόσφατης, όψιµης και ψύχραιµης ανάγνωσης του Παπαδιαµάντηείναι οι ανθολογίες «Ερωτικός Παπαδιαµάντης» (Επιµέλεια Χριστόφορος Λιοντάκης, Πατάκης 2010) και «Να είχεν ο έρωτας σαΐτες! Επτά αγαπητικά διηγήµατα του Αλέξανδρου Παπαδιαµάντη» (Επιµέλεια Κώστας Ακρίβος, Μεταίχµιο 2010). Είναι φανερόότι εδώ οι δύο ανθολόγοι, αµφότεροι σύγχρονοι λογοτέχνες – ποιητής ο πρώτος, πεζογράφος ο δεύτερος – υιοθετώντας τον άξονα του «ερωτικού»Παπαδιαµάντη, συντάσσονται µε την εκκοσµικευµένη εκδοχή του σκιαθίτη διηγηµατογράφου.
«Η έννοια εθνική-λαϊκή-νεοελληνικήψυχή, που θεωρείται καίρια στη θεµατικήτου Παπαδιαµάντη και της λογοτεχνίας της εποχής του, δεν παρέµεινε ίδια, αλλά διαµορφώθηκε κάθε φορά υπότην πίεση του ορίζοντα της ερώτησης που έθεσαν οι µεταγενέστεροι αναγνώστες». Αυτό σηµειώνει η Γ. Φαρίνου - Μαλαµατάρη, µε αφορµή τις κυρίαρχες τάσεις και τα ειδοποιά γνωρίσµατα της παπαδιαµαντικής κριτικής, όπως αυτή αναπτύχθηκε µέσαστον χρόνο, από τις πρώτες εκδηλώσεις της (Παλαµάς, 1899) ώς τιςµέρες µας. Διαπιστώνει, για παράδειγµα, ότι οι σύγχρονοί του δεν διάβασαν τον Παπαδιαµάντη σύµφωνα µε ένα πρότυπο (την ηθογραφία, και µάλιστα την ειδυλλιακή ηθογραφία)». Και τονίζει τον κοµβικό ρόλο που έπαιξε για την παπαδιαµαντική κριτική ο Ζήσιµος Λορεντζάτος, µε τη µελέτη του (1961) όπου αποκλείεται η ανάγνωση του παπαδιαµαντικού έργου ως λογοτεχνικού κειµένου που µπορεί να προσφέρει αισθητική απόλαυση και προτείνεται η ανάγνωσή του ως «θρησκευτικού» κειµένου που µπορεί να χρησιµοποιηθεί για την πνευµατική αγωγή του αναγνώστη. Η µελέτη αυτή διαµόρφωσε δύο τάσεις. Μία που, δροµολογηµένη, σχεδόν ευλαβικά,στην ερµηνευτική γραµµή Λορεντζάτου, προβάλλει τον αποκαλούµενο «άγιο» των νεοελληνικών γραµµάτων Παπαδιαµάντη ως αξιακό και ηθικό πρότυπο, επειδή η πεζογραφία του προσγράφεται σε µια µακραίωνη ανατολική ελληνορθόδοξη πνευµατική παράδοση, και µία άλλη τάση, που κινήθηκε µαχητικά στους αντίποδες τηςπρώτης τάσης και αναδεικνύει τα στοιχείατα οποία συνδέουν το παπαδιαµαντικό έργο µε την ευρωπαϊκήπνευµατική και λογοτεχνική παράδοση. 


Παρήγαγε µια εξαιρετικά περίτεχνη λογοτεχνία, που τις περισσότερες φορές αγγίζει την καθαρή ποίηση, το παραλήρηµα, την αλχηµική χρήση του λόγου, την αυτόµατη γραφή
Ο Ευριπίδης Γαραντούδης είναι καθηγητής Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο ΠανεπιστήµιοΑθηνών
 
Συνάντηση στη Δεξαµενή
Ο Παπαδιαµάντης είναι 55 χρόνων και αλκοολικός, πια, όταν τον Οκτώβριο του 1906 τον συναντά στη Δεξαµενή, στο Κολωνάκι, ο 40χρονος τότε Παύλος Νιρβάνας, ο οποίος φιλοτεχνεί το πιο γνωστό φωτογραφικό πορτρέτο του συγγραφέα και περιγράφει τη συνάντησή τους ως εξής: «Οταν τον εύρηκα εις το καφενεδάκι, µέσα εις ένα κύκλον απλοϊκών ανθρώπων, οι οποίοι δεν εµάντευαν βέβαια τον σύντροφόν τους _ µήπως θα τον εµάντευαν τάχα οι θαµώνες του Ζαχαράτου; _ αφήκα την µηχανήν µου εις µίαν διπλανήν καρέκλαν. Μ’ εδέχθη µε την καλοσύνην και την γλυκύτητα και την προσήνειαν των καλών του στιγµών. Μου είπε διά τα βάσανά του, διά µίαν ενόχλησιν νευρικήν που είχε εις το δεξί χέρι, διά τον κλονισµό της υγείας του, διά τα συµπτώµατα αυτά τα µοιραία των περισσοτέρων ανθρώπων που έζησαν πολύ µε την ψυχή των κι’ ύστερα εζήτησαν εις τα “ψυχικά δηλητήρια” την διέγερσιν ή την λήθην _ ένα θλιβερόν παράδειγµα µεταξύ τόσων ο µεγάλος Σολωµός _ και έπειτα διά την ιδέαν ενός ταξιδιού έως την πατρίδα, ενός ονείρου που δεν ειµπορούσε να πραγµατοποιήση. Το όνειρον αυτό τον έκαµε βαθύτατα µελαγχολικόν. Ενθυµήθη όλα τα οικογενειακά ατυχήµατα που “του έστειλεν ο Θεός” και εις την ανάµνησιν αυτήν η εγκαρτέρησίς του εφανερώνετο ως µία εγκαρτέρησις Ιώβ.
Ο αδελφός του είχε παραφρονήσει, τους άφησε παιδιά απροστάτευτα και θλίψιν απέραντον. Και τα παιδιά αυτά και αι αδελφαί του περιµένουν απ’ αυτόν.
_ Να γυρίσω κ’ εγώ εκεί, στο σπίτι µου, στις αδελφές µου. Θα έχω άλλην περιποίησιν. Το κλίµα θα µε βοηθήση. Μπορώ ναρχίσω να εργάζωµαι αποκεί.
Η ιδέα του νοσοκοµείου, µιας ειδικής κλινικής, όπου να υπεβάλλετο εις ειδικήν θεραπείαν, του έκαµνε φόβον.
_ Οχι νοσοκοµείον. Οι ξένοι άνθρωποι είναι αδιάφοροι. Οι νοσοκόµοι είναι είρωνες. Καλύτερα εις την πατρίδα.
Μερικαί συγκινητικαί γραµµαί του µου ήλθαν εις τον νουν: “Μου είχεν επέλθει από εβδοµάδων η συνήθης τρεµούλα και η µικρά λιποθυµία... Μετά τόσο ετών ξενητευµόν θα επήγαινα να εορτάσω το Πάσχα πλησίον των πτωχών, γηραιών γονέων µου. Η αύρα της θαλάσσης και η αναψυχή και η βραχεία σχολή και ο αέρας της µικράς, πτωχής και αφανούς, της γενεθλίας νήσου ήλπιζα εις το έλεος του Θεού, ότι θα µου απέδιδαν την υγείαν. Και δεν εψεύσθην της ελπίδος”.
Εµπρός εις την συγκινητικήν νοσταλγίαν του ανθρώπου, δεν ειµπορούσα να έχω δευτέραν γνώµην». 


Εκατό χρόνια ακριβώς συμπληρώθηκαν από τότε που ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, στα εξήντα, άφησε την τελευταία πνοή του στη γενέτειρά του Σκιάθο (2 Ιανουαρίου 1911). Επίσης, 160 χρόνια κλείνουν φέτος από τη γέννησή του (4 Μαρτίου 1851).
Η αύρα της λεπτής πνοής που άφησε με τα γραπτά του έχει συντροφέψει γενιές και γενιές. Χρέος μας να τον μνημονεύσουμε στη μνημονιακή εποχή και ζοφερή «κατοχή» που ζούμε, αφού ο λόγος του παραμένει βάλσαμο. Μας παροτρύνει άλλωστε στο «Αξιον Εστί» ο νομπελίστας ποιητής μας Οδυσσέας Ελύτης: «Οπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί όπου και να θολώνει ο νους σας, μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη».
Διαμάντια παντοτινά οι ιστορίες του, βγαίνουν και ξαναβγαίνουν σε διάφορες ανθολογίες: χριστουγεννιάτικα διηγήματα, πασχαλινά διηγήματα, ερωτικά διηγήματα, σκοτεινά διηγήματα, αθηναϊκά διηγήματα, κ.λπ. «Η νοσταλγός», «Ερως-ήρως», «Φώτα, ολόφωτα», «Το μυρολόγι της φώκιας», «Ονειρο στο κύμα», «Ρεμβασμός τ' Αυγούστου», «Ο Χριστός στο κάστρο» (ενδεικτικές ονομασίες ορισμένων αξέχαστων διηγημάτων του). Η πληρέστερη έκδοση των Απάντων του με διηγήματα, μυθιστορήματα, ποιήματα, άρθρα και επιστολές του είναι η εξάτομη των εκδόσεων «Δόμος» σ' επιμέλεια του αφιερωμένου φιλολόγου-ερευνητή Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλου. Κάποιες ιστορίες του κατά καιρούς παρουσιάστηκαν διασκευασμένες μ' επιτυχία στο θέατρο από σκηνοθέτες όπως οι Σωτήρης Χατζάκης, Στάθης Λιβαθινός, Δήμος Αβδελιώδης, Γιώργος Μπινιάρης, Μίρκα Γεμεντζάκη.
Ο Παπαδιαμάντης διαθέτει ένα μοναδικό προσωπικό αλφάβητο, αντλώντας γόνιμα από τους φανερούς και χαμένους θησαυρούς της ελληνικής γλώσσας. Εμπειρος γνώστης και δεινός τεχνίτης της λόγιας και της δημοτικής. Η γλώσσα του είναι μαγεία.
Λένε ότι ξενίζει κι απωθεί στην εποχή της λεξιπενίας, της κυριαρχίας της εικόνας και της τεχνολογίας. Χρειάζεται προσπάθεια, υπομονή και μια σχετική ωριμότητα για να μυηθείς στο λογοτεχνικό του σύμπαν (η μητέρα του γράφοντος, αν και της Δ' Δημοτικού, λόγω του πολέμου, έχει διαβάσει κι έχει «ταξιδέψει» με πολλά διηγήματά του έστω κι αν αγνοεί τη σημασία πολλών λέξεων, έστω κι αν δεν γνωρίζει ορθογραφία). Ο λόγος του Παπαδιαμάντη είναι ιαματικός. Με την ανάγνωσή του αισθάνεσαι «θάλπος και γλυκύτητα άφατον».
Τα περισσότερα διηγήματά του εκτυλίσσονται στο νησί του, τη Σκιάθο (μερικά αναφέρονται στην Αθήνα). Η φύση είναι πανταχού παρούσα όπως και ο νησιώτικος μικρόκοσμος. Πτωχοί και καταφρονεμένοι, μεροκαματιάρηδες, αλαφροΐσκιωτοι, ιερείς, ψαράδες, ναυτικοί, βοσκοί, αγρότες. Γερόντισσες, μανάδες, χήρες, νύφες, παιδία και κοράσια, νέες θελκτικές, έφηβοι ονειροπόλοι. Αγροί, παραλίες, θάλασσες γαλήνιες και φουρτουνιασμένες. Ξωκλήσια, μοναστήρια, ναΐσκοι.
Η αρχιτεκτονική γραφή του «με λίγες γραμμές ορίζει και τα κτίσματα και την ψυχή και τη φύση του Ελληνα», αναφέρει ο Ελύτης στο δοκίμιό του «Η μαγεία του Παπαδιαμάντη», τονίζοντας την καθαρότητα, τη λιτότητα, την ευγένεια, το ήθος της γραφής του, το φως της ψυχής του.
«Ο Παπαδιαμάντης είναι ψυχή ποιητική. Μιλάει για το Θεό, για τον άνθρωπο και για τη φύση... Εχει ευσπλαχνία απέναντι στους ήρωές του, δυσκολεμένους, πονεμένους, αδικημένους, μοναχικούς. Ακόμη και στους πιο αρνητικούς φέρεται με συγκατάβαση, με κατανόηση, μ' αγάπη. Στα έργα του κυριαρχεί η κοινότητα... Αφήνει τα πράγματα από μόνα τους να μιλήσουν... Ο Παπαδιαμάντης λειτουργεί ψυχοθεραπευτικά. Διαβάζοντάς τον ο άλλος γαληνεύει, ηρεμεί, συνέρχεται», σημειώνει στο βιβλίο του «Παπαδιαμαντικοί λόγοι» ο ιερέας Ανανίας Κουστένης.
Γαλήνιος παρατηρητής του ανθρώπινου και φυσικού τοπίου, λόγιος και λαϊκός, γήινος και ρεμβώδης, φωτεινός και σκοτεινός, καρτερικός και συμπονετικός, λεπταίσθητα σκωπτικός, αισθαντικός και τρυφερός, πιστός χριστιανός, βαθύτατα ρωμιός και ασυναίσθητα οικουμενικός, αφήνει συχνά στο τέλος των θεσπέσιων ιστοριών του μια γλυκόπικρη γεύση, μια αίσθηση χαρμολύπης.
«Ενόσω ζω και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω πάντοτε, ιδίως κατά τας πανεκλάμπρους ταύτας ημέρας, να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ' έρωτος τη φύσιν και να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά ήθη» γράφει στο διήγημά του «Λαμπριάτικος ψάλτης» (1893).
* Η Εταιρεία Παπαδιαμαντικών Σπουδών διοργανώνει φέτος την τρίτη ανά δεκαετία διεθνή συνάντηση στη μνήμη του το Σεπτέμβριο στη Σκιάθο, με τη συμμετοχή εκπροσώπων από δέκα και πλέον χώρες (Γερμανία, Αγγλία, Ιταλία, Αργεντινή, Ρωσία κ.α.).
* Το Μορφωτικό Ιδρυμα της ΕΣΗΕΑ τιμά τη μνήμη του μ' εκδήλωση που θα γίνει την 1η Μαρτίου στον «Παρνασσό», με βασικούς ομιλητές τους καθηγητές Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλο, Στέλιο Παπαθανασίου.
* Αγρυπνία για την επέτειο της γέννησής του θα γίνει στις 3 Μαρτίου στο εκκλησάκι του Αγίου Ελισσαίου στην Πλάκα.
Συνέχεια στην επόμενη σελίδα

ΔΝΤ... Βενετίας και εργολαβίες βουλευτών

Ο πολιτικός του λόγος, σχεδόν άγνωστος, είναι οργισμένος και εντελώς σημερινός. Εγραφε το 1896: «Τα ερείπια τα έπλασαν οι ανίκανοι κυβερνήται της Ελλάδος» Η πολιτικο-κοινωνική κριτική του Σκιαθίτη κοσμοκαλόγερου στα γραπτά του είναι ίσως η πιο αφανής πλευρά του.
Το παλιό λιμάνι του νησιού του, που υπήρξε πηγή έμπνευσής του Το παλιό λιμάνι του νησιού του, που υπήρξε πηγή έμπνευσής του Μένεις έκθαμβος όταν περιγράφει το... ΔΝΤ της μεσαιωνικής εποχής και την κατακτητική πολιτική του. Οταν στηλιτεύει τους Ελληνες πολιτικούς για κομπίνες, λοβιτούρες, εξυπηρέτηση «δικών» τους, για επιδιωκόμενες εργολαβίες μεγάλων έργων. Δεν ξεχνάει να επικρίνει αιώνια ελαττώματα του Ελληνα, όπως ο ξενισμός και ο πιθηκισμός του. Ο πολιτικός λόγος του επίκαιρος όσο ποτέ για τους... εμπόρους των εθνών, για τους ανάλγητους κι ανεύθυνους πολιτικούς μας.
Α πό το άρθρο του «Οιωνός» στην εφημερίδα «Ακρόπολις» (1η Ιανουαρίου 1896):
«Εις οιωνός άριστος. Αλλά τις έβαλεν εις πράξιν την συμβουλήν του θειοτάτου αρχαίου ποιητού; Εκ της παρούσης ημών γενεάς τις ημύνθη περί πάτρης;
Ημήνθυσαν περί πάτρης οι άστοργοι πολιτικοί, οι εκ περιτροπής μητρυιοί του ταλαιπώρου ωρφανισμένου Γένους; Αμυνα περί πάτρης δεν είναι αι σπασμωδικαί, κακομελέτητοι και κακοσύντακτοι επιστρατείαι, ουδέ τα σκωριασμένης επιδεικτικότητος θωρηκτά. Αμυνα περί πάτρης θα ήτο η ευσυνείδητος λειτουργία των θεσμών, η εθνική αγωγή, η χρηστή διοίκησις, η καταπολέμησις του ξένου υλισμού και του πιθηκισμού, του διαφθείραντος το φρόνημα και εκφυλίσαντος σήμερον το έθνος, και η πρόληψις της χρεοκοπίας.
Τις ημύνθη περί πάτρης; Και τι πταίει η γλαυξ, η θρηνούσα επί ερειπίων; Πταίουν οι πλάσαντες τα ερείπια. Και τα ερείπια τα έπλασαν οι ανίκανοι κυβερνήται της Ελλάδος.
Και σήμερον, νέο έτος άρχεται. Και πάλιν τι χρειάζονται οι οιωνοί; Οιωνοί είναι τα πράγματα. Μόνον ο λαός λέγει: "Κάθε πέρσι καλύτερα". Ας ευχηθώμεν το αρχόμενον έτος να μη είναι χειρότερον από το έτος το φεύγον».
Α πόσπασμα από το ιστορικής υφής μυθιστόρημά του «Οι έμποροι των εθνών», που διαδραματίζεται στο Αιγαίο Πέλαγος την εποχή της κυριαρχίας των Βενετών εν έτει 1199 (πρώτη δημοσίευση στην εφημερίδα «Μη Χάνεσαι», 5 Νοεμβρίου 1882 - 8 Φεβρουαρίου 1883).
«Τι εζήτει η Βενετία πέμπουσα τους στόλους τούτους εις το Αιγαίον; Ο,τι ζητεί ο σφαγεύς παρά του θύματος, τας σάρκας αυτού, ίνα κορέση την πείναν του. Διατί αι ιδιωτικαί αύται και κεκυρωμέναι με τα σήματα του Αγίου Μάρκου επιχειρήσεις; Διατί οι τοσούτοι εργολάβοι των κατακτήσεων, των ως διά δημοπρασίας εκτελουμένων;
Η Βενετία προσηγόρευεν εαυτήν Πολιτείαν, και είχεν υιούς τυράννους. Τοις έδιδε το χρίσμα της και τους έπεμπεν ίνα κατακυριεύσωσι της γης. Η γενεαλογία της πολιτικής είναι συνεχής και γνησία κατά τους προγόνους. Η αργία εγέννησε την πενίαν. Η πενία έτεκε την πείναν. Η πείνα παρήγαγε την όρεξιν. Η όρεξις εγέννησε την αυθαιρεσίαν. Η αυθαιρεσία εγέννησε την ληστείαν. Η ληστεία εγέννησε την πολιτικήν. Ιδού η αυθεντική καταγωγή του τέρατος τούτου. Τότε και τώρα, πάντοτε η αυτή. Τότε διά της βίας, τώρα διά του δόλου... και διά της βίας.
Πάντοτε αμετάβλητοι οι σχοινοβάται ούτοι, οι Αθίγγανοι, οι γελωτοποιοί ούτοι πίθηκοι (καλώ δε ούτω τους λεγομένους πολιτικούς). Μαύροι χαλκείς κατασκευάζοντες δεσμά διά τους λαούς εν τη βαθυζόφω σκοτία του αιωνίου εργαστηρίου των».
Α πό το εκτενές διήγημά του «Οι Χαλασοχώρηδες» (πρώτη δημοσίευση στην εφημερίδα «Ακρόπολις» 12-22 Αυγούστου 1892). Σ'αυτό καταγράφει τα εκλογικά ήθη της εποχής, την υφαρπαγή ψήφων με υποσχέσεις, ρουσφέτια, εκβιασμούς, περιγράφοντας παράλληλα κομματάρχες και υποψήφιους βουλευτές.
«Ο Λάμπρος ο Βατούλας και ο Μανώλης ο Πολύχρονος είχαν το λύειν και το δεσμείν εις τα δύο κόμματα, έταζαν "φούρνους με καρβέλια"... Πέφτουν με τα μούτρα στη λαδιά, ηξεύρουν πώς να κυνηγούν το πλιάτσικο...
Κατά την πρώτην σύνοδον της Βουλής, ο Γεροντιάδης εφρόντισε να διορίση εις μικράς ή μεγάλας θέσεις όλους τους ανεψιούς του, επτά τον αριθμόν, καθώς και δύο εξαδέλφους του και τρεις δεύτερους εξαδέλφους του, ως και δύο κουμπάρους, και τον υιόν της κουμπάρας του, και τον αδελφόν της υπηρετρίας του, και άλλους.
Κατά την δευτέραν σύνοδον κατώρθωσε να ακυρώση δικαστικώς όλα τα ενοικιαστήρια των οικιών των αντιπάλων του, ως δημοσίων γραφείων, και να ενοικιάση την μίαν οικίαν του ως επαρχείον, την άλλην ως ελληνικόν σχολείον, καθώς και της τρίτης μεγάλης παραθαλασσίας οικίας του, το μεν άνω πάτωμα ως εφορίαν, το δε κάτω πάτωμα ως λιμεναρχείον...
Κατά την τρίτην σύνοδον επρόφθασε κ' έβαλε δύο εκ των υιών του υποτρόφους δύο διαφόρων κληροδοτημάτων... Οσον δια την κόρην του, αυτήν την εισήγαγε εις το "Σκολειό της Αμαλίας", ως ασφαλέστερον... Και άλλα ακόμη θα κατόρθωνε, διότι η Βουλή εκείνη παραδόξως εφαίνετο έχουσα "μέρες απ' το Θεό" δια να ζήση. Δυστυχώς, και παρ'ελπίδα, διελύθη, τέταρτον μήνα της Γ' συνόδου άγουσα...
Ο,τι απετέλει την δύναμιν του Αλικιάδου ήτο ο πόθος υφ' ου εφλέγετο να φανή χρήσιμος εις την εκτέλεσιν των δημοσίων έργων της επαρχίας. Εν πρώτοις, υπήρχεν η εθνική οδός, η προκηρυσσομένη εκάστοτε ως μέλλουσα να κατασκευασθή παρά την πρωτεύουσαν της επαρχίας πόλιν.
Εκείθεν, αν εξελέγετο βουλευτής, θα είχε τη μερίδα του λέοντος. Από τώρα είχεν αρχίσει να συνεταιρίζεται κρυφά με τους εργολάβους. Κατά την πρώτην βουλευτείαν του ολόκληρον δάσος το είχε κάμει ιδικόν του, δικαιώματι κατακτήσεως. Με τον έφορον, τον οποίον είχε φέρει εις την επαρχίαν του, είχε προεξηγηθή σαφέστατα: "Θα σε διορίσω, αλλά φόρον δεν θα βεβαιώσης από την ξύλευσιν του δάσους"».
Α πό το άρθρο του «Ιερείς των πόλεων και ιερείς των χωρίων» (1896).
«Η λεγομένη ανωτέρα τάξις να μη περιφρονή αναφανδόν ό,τι παλαιόν, ό,τι εγχώριον, ό,τι ελληνικόν. Να καταπολεμηθή ο πιθηκισμός, ο φραγκισμός... Να μη χάσκωμεν προς τα ξένα. Να στέργωμεν και να τιμώμεν τα πάτρια. Είναι της εσχάτης εθνικής αφιλοτιμίας να έχωμεν κειμήλια, και να μη φροντίζωμεν να τα διατηρήσωμεν. Ας σταθμίσωσι καλώς την ευθύνην των οι έχοντες την μεγίστην ευθύνην».

Τα αισθησιακά όνειρα ενός κοσμοκαλόγερου

«Τις δύναται να εξιχνιάση της γυναικείας ιδιοσυγκρασίας τα μυστήρια;» (από το διήγημά του «Η νοσταλγός»). Οι γυναίκες στην ανθρωπογεωγραφία του λογοτεχνικού σύμπαντος του Παπαδιαμάντη παίζουν καθοριστικό ρόλο.
Η Αννα-Μαρία Παπαχαραλάμπους στην ταινία του Ευθύμιου Χατζή «Τα ρόδινα ακρογιάλια»
Η Αννα-Μαρία Παπαχαραλάμπουςστην ταινία του Ευθύμιου Χατζή «Τα ρόδινα ακρογιάλια»









  «Γυναίκες πονεμένες και αδικημένες, καμένες και στερημένες... Αγέρωχα πένθιμες, υπέροχα μυστηριώδεις, ανέμελα σοβαρές... Γερόντισσες σεβάσμιες, πρόσωπα της αγρύπνιας και της μέριμνας... Κουβαλούν το σταυρό τους με βαθιά υπομονή, με ελπίδα, με πόνο, όχι όμως με φόβο. Κορίτσια σεμνά και όμορφα. Πλάσματα γήινα, κάποτε ποθητά, κάποτε όντα ονειρικά. Ερατεινές υπάρξεις, που εμψυχώνουν χλοερούς και διανθείς κάμπους, όνειρα στο κύμα» (Αγγελος Μαντάς στον πρόλογο της ανθολογίας «Γυναίκες της προσμονής και του καημού», εκδόσεις «Αρμός»).
Γυναίκες των βασάνων, του μόχθου, της υπομονής: η Φραγκογιαννού («Φόνισσα»), η θειά Αχτίτσα («Σταχομαζώχτρα»), η Χριστίνα η δασκάλα («Χωρίς στεφάνι»), η Ακριβούλα («Το μυρολόγι της φώκιας»), η Πλανταρού («Φώτα ολόφωτα»).
Στον αντίποδα της νιότης, του κάλλους, του ερωτικού καημού: Η Λιαλιώ («Η νοσταλγός»), η Ματή «(Ερως-ήρως»), η γειτόνισσα Πολυλογού («Ο έρωτας στα χιόνια»), η Πούλια («Τ' αστεράκι»).
Εδώ παραθέτουμε αποσπάσματα από δύο αντιπροσωπευτικά διηγήματά του για τη νοσταλγία των εφηβικών χρόνων, το πρώτο σκίρτημα του έρωτα, τον τρυφερό θαυμασμό για την κρουστή θηλυκή ομορφιά.
* Στο «Ολόγυρα στη λίμνη» (1892) κάποιος θυμάται τα παιδικά του χρόνια. Τότε που δεκατετράχρονος με το συνομήλικο φίλο του Χριστοδουλή ήταν ερωτευμένοι αμφότεροι με τη λίγο μεγαλύτερή τους Πολύμνια. Να πώς περιγράφει την περικαλλή μορφή της όταν τους πλησίασε με τον μικρότερο αδελφό της ζητώντας τους να της βρουν «λίγα ίτσια» (μενεξέδες) και τα δύο αγόρια ξαμολήθηκαν για να της τα μαζέψουν.
«Οποίον λεπτοφυές σώμα εσκέπαζεν η λειομέταξος ορφνή εσθής! Πώς διεγράφετο αρμονικώς η μορφή της με χνοώδη πάλλευκον χρώτα και τα ερυθρά μήλα των παρειών, με τον μελίχρυσον λαιμόν και με το ελαφρώς κολπούμενον στήθος της! Πόσον αβραί ήσαν αι χείρες, και πόσον μελωδική έπαλλεν εις το ους σου η θεσπεσία φωνή της!
Η ξανθοπλόκαμος κόμη ατημέλητος ολίγον, ως να εβιάσθη να καλλωπισθή διά να εξέλθη και απολαύση την θαλασσίαν αύραν και τον τερπνόν της αμμουδιάς περίπατον, αερίζετο από την πνοήν του Βορρά, και το όμμα της, με τα μακρά ματόκλαδα ως πτεροφόρος οϊστός, σ' εσαΐτευε γλυκά εις την καρδίαν.
Ενθυμείσαι! Οποίον αίσθημα εδοκίμασες τότε, και πώς, δεκατετραετής μόλις, ηρωτεύθης ήδη; Η Πολύμνια σου ωμίλησεν! Η Πολύμνια σ' εκάλει ονομαστί! Οποία παιδική μέθη...».
* Στο «Ονειρο στο κύμα» (1900) ενήλικος δικηγόρος ενθυμείται τα εφηβικά του χρόνια όταν ήταν βοσκός στο νησί του. Μια σεληνόφωτη νύχτα του Αυγούστου ψάχνοντας μια χαμένη κατσίκα βλέπει τυχαία από ένα λοφίσκο τη νεαρή Μοσχούλα να κολυμπά γυμνή στη θάλασσα.
«Ητον απόλαυσις, όνειρον, θαύμα. Είχεν απομακρυνθή ώς πέντε οργυιάς από το άντρον, και έπλεε, κ' έβλεπε τώρα προς ανατολάς, στρέφουσα τα νώτα προς το μέρον μου. Εβλεπα την αμαυράν και όμως χρυσίζουσαν αμυδρώς κόμην της, τον τράχηλόν της τον εύγραμμον, τας λευκάς ως γάλα ωμοπλάτας, τους βραχίονας τους τορνευτούς, όλα συγχεόμενα, μελιχρά και ονειρώδη εις το φέγγος της σελήνης.
Διέβλεπα την οσφύν της την ευλύγιστον, τα ισχία της, τας κνήμας, τους πόδας της, μεταξύ σκιάς και φωτός, βαπτιζόμενα εις το κύμα. Εμάντευα το στέρνον της, τους κόλπους της, γλαφυρούς, προέχοντας, δεχομένους όλας της αύρας τας ριπάς και της θαλάσσης το θείον άρωμα. Ητο πνοή, ίνδαλμα αφάνταστον, όνειρον επιπλέον εις το κύμα· ήτον νηρηίς, νύμφη, σειρήν, πλέουσα, ως πλέει ναυς μαγική, η ναυς των ονείρων... Είχα μείνει χάσκων, εν εκστάσει, και δεν εσκεπτόμην πλέον τα επίγεια». 

Γράφοντας, πίνοντας, ψέλνοντας

Οσο ζούσε ήταν η προσωποποίηση του... «loser». Μεγαλωμένος σαν ξεπεσμένο αρχοντόπουλο, χωρίς παρέες, και παθιασμένος με τα γράμματα από μικρός, πέρασε το μεγαλύτερο μέρος του βίου του στην Αθήνα σε απόσταση ασφαλείας από τους «κουλτουριάρηδες» της εποχής, πλημμυρισμένος από νοσταλγία για το νησί του, τη Σκιάθο. Στον αιώνα που μεσολάβησε όμως από τον θάνατό του, στις 3 Ιανουαρίου του 1911, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης εκτιμήθηκε και μυθοποιήθηκε όσο ελάχιστοι ομότεχνοί του. Γιατί;
Μεταφράζων και μεταφραζόμενος
Με τι κριτήρια τού αποδίδονται σήμερα μεταφράσεις όπως του «Δράκουλα», που είχαν δημοσιευτεί χωρίς την υπογραφή του; Πόσο θεμιτό είναι να μεταφέρονται τα έργα του στα νεοελληνικά; Και σε ποιο βαθμό προδίδεται η γραφή του όταν μεταφράζεται σε ξένες γλώσσες; Τέτοιου είδους ερωτήματα θα φωτιστούν στο Γ' Διεθνές Συνέδριο της Εταιρείας Παπαδιαμαντικών Σπουδών που θα γίνει το φθινόπωρο, στη Σκιάθο μάλλον, με κεντρικό θέμα «Παπαδιαμάντης μεταφράζων και μεταφραζόμενος». Πάνω από ενενήντα μελετητές ζήτησαν να λάβουν μέρος σ' αυτό ώς τώρα, αλλά μέσα σ' ένα διήμερο οι εισηγήσεις δεν μπορούν να ξεπερνούν τις σαράντα. Για την επιλογή τους εργάζεται ήδη επιστημονική επιτροπή (Ν. Βαγενάς, Φ. Δημητρακόπουλος, Σ. Ζουμπουλάκης, Α. Μπερλής, Ι. Ναούμ, Λ. Τριανταφυλλοπούλου. Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη).
Στοιχεία ταυτότητας
Γιος παπά, γεννημένος πριν από 160 χρόνια, το 1851, στη Σκιάθο, φοίτησε με πολλές διακοπές, λόγω οικονομικών προβλημάτων, σε γυμνάσια της Χαλκίδας, του Πειραιά και στο Βαρβάκειο, και μολονότι γράφτηκε στο πανεπιστήμιο, για τους ίδιους λόγους, δεν το τελείωσε. Στο μεταξύ είχε μαθητεύσει για λίγο και στα σκληρά αγιορείτικα ήθη, αλλά παρ' όλο που γοητεύτηκε από τον μοναχισμό, διάλεξε να ζήσει ως αναχωρητής μέσα στο πλήθος της πρωτεύουσας.
Μορφώθηκε μόνος του, παρακολουθώντας επιλεκτικά διαλέξεις στη Φιλοσοφική, όπως μόνος του έμαθε αγγλικά και γαλλικά για να διαβάζει στο πρωτότυπο τα σπουδαία έργα της εποχής του και όχι μόνο. Αρχικά βιοποριζόταν κάνοντας ιδιαίτερα σε μαθητές, κι από το 1879 συνεργαζόμενος με εφημερίδες και περιοδικά ως συγγραφέας και μεταφραστής. Οι τσέπες του ήταν τρύπιες: με το που έπαιρνε το μισθό του, πλήρωνε τα χρέη του στην ταβέρνα του Κεχριμάνη, στου Ψυρρή, πλήρωνε το νοίκι για το δωμάτιό του, έστελνε λεφτά στην οικογένειά του, μοίραζε στους φτωχούς, δεν κρατούσε τίποτε για τον εαυτό του.
Μέγας πότης, μανιώδης καπνιστής και πάντα εργένης, «θ' αφήσει στην ιστορία των γραμμάτων αυτή τη φιγούρα του άπλυτου, του κακοντυμένου, του λιγομίλητου επαρχιώτη, που θα κέρδιζε πολλά ως συγγραφέας, επειδή είχε χάσει πολλά σαν άνθρωπος», σημειώνει στο «Αλέξανδρος Αδαμαντίου Εμμανουήλ» ο Κωστής Παπαγιώργης (εκδ. Καστανιώτη). Στη Σκιάθο επέστρεψε οριστικά, το 1908, τρία μόλις χρόνια πριν πεθάνει από πνευμονία. Και πριν αφήσει την τελευταία του πνοή έψαλε το τροπάριο «Την χείραν σου την αψαμένην» και ζήτησε να διαβάσει Σέξπιρ από την αγγλική έκδοση που είχε πάντα στο πλάι του.
Κάθε εποχή και ο Παπαδιαμάντης της
Σε αντίθεση με το δημοσιογραφικό σινάφι, το λογοτεχνικό φάνηκε εξαρχής επιφυλακτικό απέναντί του. Μόνο οι δημοτικιστές τον είδαν με μια κάποια συμπάθεια. Ο ίδιος, πάντως, μόνο του Παλαμά και του Νιρβάνα αξιώθηκε να διαβάσει κριτική. Επρεπε να πεθάνει για να εγκωμιαστεί. Εκτοτε, δυο ήταν τα θέματα που τέθηκαν στο μικροσκόπιο: η γλωσσική ιδιαιτερότητά του και ο τρόπος με τον οποίο εξέφρασε την εθνική-λαϊκή ψυχή.
Αλλοι χαρακτήρισαν την καθαρεύουσά του προβληματική (βλ. Τερζάκης), σχολαστική ή ξεπερασμένη, κι άλλοι, από τον Τ. Αγρα ώς τον Ελύτη και τον Ζήσιμο Λορεντζάτο, ως μια γλώσσα που κουβαλάει πάνω της στρώσεις αιώνων, αφομοιώνοντας αρμονικά στοιχεία αρχαία, βυζαντινά, εκκλησιαστικά και νεοελληνικά. Ούτε όμως ο Νιρβάνας, ούτε ο Παλαμάς, ούτε ο Ξενόπουλος είδαν τα γραπτά του ως φωτογραφικές απεικονίσεις και μόνο της ζωής στον γενέθλιο τόπο του. Η... ρετσινιά της ηθογραφίας ήρθε αργότερα, στη δεκαετία του '40. Κι ενώ σήμερα υπάρχει ομοφωνία ως προς τις ποιητικές διαστάσεις της γλώσσας του (κάτι που αναγνώρισε δημόσια και ο Σεφέρης το 1952, συγκαταλέγοντάς τον στους μεγαλύτερους έλληνες ποιητές), ιδού τι έγραφε στην «Ιστορία» του ο Κ. Θ. Δημαράς: «Ο Παπαδιαμάντης διαβάζεται εύκολα από ανθρώπους που δεν έχουν συνηθίσει στην καλή ποιότητα και δεν απαιτεί κανενός είδους προπαρασκευή. Η γενιά που τιμούσε τον Σουρή για μεγάλο ποιητή, επόμενο ήταν να τιμήσει για μεγάλο πεζογράφο τον Παπαδιαμάντη». Μια αστοχία που μνημονεύεται ακόμη...
Κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, το παπαδιαμαντικό σύμπαν ταυτίστηκε θετικά με την έννοια της ορθοδοξίας (βλ. Λορεντζάτος, Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Χρ. Γιανναράς), προσεγγίστηκε με εργαλεία ψυχαναλυτικής κριτικής (βλ. Γκι Σονιέ, Π. Μουλλάς), και έδωσε επιχειρήματα σε μελετητές όπως ο Λάκης Προγκίδης για να συγκρίνουν τον δημιουργό του με τους θεμελιωτές του ευρωπαϊκού μυθιστορήματος. Κάθε εποχή και με τον Παπαδιαμάντη της.
Σε ξένες γλώσσες
Εργο με ξεχωριστή θέση στο σύμπαν του Παπαδιαμάντη, η «Φόνισσα» κατέχει και τη μερίδα του λέοντος στις μεταφράσεις του στο εξωτερικό. Η ιστορία της Φραγκογιαννούς που παραβαίνει το «ου φονεύσεις» για καλό σκοπό -πνίγει με τα χέρια της δύο νεογέννητα κοριτσάκια για να λυτρώσει και τα ίδια και τους γονείς τους από τα βάσανα της κοινωνίας- μια ιστορία που χρεώνει το απόλυτο κακό όχι σ' ένα διεστραμμένο τέρας αλλά σ' έναν συνηθισμένο άνθρωπο, έχει μεταφραστεί στ' αγγλικά, τα γαλλικά, τα γερμανικά, τα ισπανικά και τα ιταλικά, αλλά και στα βουλγαρικά, τα ρουμανικά, τα καταλανικά, τα δανέζικα...
Πλήρης κατάλογος με τα μεταφρασμένα διηγήματά του δεν έχει συγκροτηθεί ακόμη. Στο σχετικό αρχείο πάντως του ΕΚΕΒΙ, αναφέρονται 41 ξένες εκδόσεις, για το διάστημα 1968-2009. Η πιο πρόσφατη, που είναι ίσως και η σημαντικότερη, απλώνεται στον συλλογικό τόμο «The boundless garden» (εκδ. Denise Harvey), όπου συμπράττουν μεταξύ άλλων μεταφραστές όπως ο Πίτερ Μάκριτζ και ο Ντέιβιντ Κόνολι, και όπου χάρη στην κατατοπιστική εισαγωγή του ιερωμένου και διακεκριμένου πανεπιστημιακού στο Μόντρεαλ Λάμπρου Καμπερίδη, παρέχονται όλα τα απαραίτητα κλειδιά για την κατανόηση του παπαδιαμαντικού κόσμου στο αγγλοσαξονικό κοινό.
Η κίνηση των «Απάντων» του
Σύμφωνα με τον άνθρωπο που έγινε εκδότης μόνο και μόνο για να στεγάσει το παπαδιαμαντικό έργο, τον Δημήτρη Μαυρόπουλο του «Δόμου», «κάθε χρόνο διαθέτουμε γύρω στις 600 σειρές των "Απάντων" του, στην διόλου ευκαταφρόνητη τιμή των 200 ευρώ. Κι απ' ό,τι βλέπω, το 80% των ανθρώπων που τα αγοράζουν είναι νέοι που ουδέποτε διδάχτηκαν τη γλώσσα του στα σχολεία τους. Το ενδιαφέρον, μ' άλλα λόγια, πάει κατ' ευθείαν στο περιεχόμενο. Δεν είναι ενθαρρυντικό;»
Ο πρώτος επαγγελματίας συγγραφέας
Ο Παπαδιαμάντης υπήρξε ο πρώτος επαγγελματίας συγγραφέας στην Ελλάδα, με την έννοια ότι έγραφε για να βιοποριστεί. Οσο ζούσε όμως, δεν ευτύχησε να δει ούτε μια μικρή συλλογή διηγημάτων του τυπωμένη σε βιβλίο - ήταν όλα τους διασκορπισμένα σε εφημερίδες και περιοδικά. Σύμφωνα μάλιστα με μαρτυρία του Γ. Δροσίνη, από τη στιγμή που άφηνε κείμενό του σε κάποιο γραφείο, «ούτε το συλλογίζουνταν πια, ούτε ζητούσε να μάθει πότε θα δημοσιευθεί, ούτε και διορθώσεις έβλεπε από το τυπογραφείο: τα χειρόγραφά του ήταν έκθετα ριγμένα στη βρεφοδόχο του Βρεφοκομείου. Γι' αυτό και πολλά κακοτυπώθηκαν από την πρώτη φορά...».
Ετσι εξηγείται και ο ισχυρισμός του Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλου, του χαλκιδαίου φιλολόγου που αφοσιώθηκε στη μελέτη και την ανάδειξη του παπαδιαμαντικού έργου, ότι ποτέ δεν θα είμαστε σε θέση να έχουμε μια πλήρη και ακριβή έκδοση των «Απάντων» του. Η ακρίβεια και η πληρότητα, λέει, είναι αρετές που εξασφαλίζονται όταν ο ίδιος ο συγγραφέας φροντίζει την έκδοση, ή τουλάχιστον όταν έχει διασωθεί όλο του το αρχείο. Εκείνο του Σκιαθίτη όμως, όποιο κι αν ήταν, στο μεγαλύτερο μέρος του έχει χαθεί.
Ο παράξενος τρόπος των Ελλήνων
Ο Παπαδιαμάντης στράφηκε με τα διηγήματά του προς τους ηττημένους της ζωής, τους άπραγους, τους αλκοολικούς, τους φτωχούς, σ' αυτούς που ζουν παράμερα από τους «πολιτισμένους» ανθρώπους, συναισθανόμενος τον αγώνα τους κόντρα στην αρρώστια, το θάνατο, τον κοινωνικό αποκλεισμό. Βρήκε το υλικό του στις καρδιές των παιδιών, των γυναικών, των ανίσχυρων γερόντων και το ένωσε με την ομορφιά της θάλασσας και της Σκιάθου, αγκαλιάζοντας στις περιγραφές του όλες τις αμμουδιές, τα λιμανάκια, τις χαράδρες, τα υψώματα και τα «ρόδινα ακρογιάλια» του αγαπημένου του νησιού. Και μπολιάζοντας τις παιδικές του αναμνήσεις με τα θρησκευτικά του βιώματα, τα δικά του βάσανα, την ευαισθησία του και τον ποιητικό του οίστρο, κατάφερε ν' αναδείξει το ντόπιο ήθος σε αισθητικό και πνευματικό γεγονός.
Γι' αυτό και διαβάζεται -απ' όσους διαβάζεται- μέχρι σήμερα. Οχι μόνο επειδή είναι σπουδαίος συγγραφέας, αλλά επειδή στο έργο του αποθησαυρίζεται «ο παράξενος τρόπος των Ελλήνων», όπως το έθεσε ο πρόωρα χαμένος Χρήστος Βακαλόπουλος. Επειδή, μ' άλλα λόγια, στις σελίδες του βρίσκεται το κλειδί της εθνικής μας ιδιαιτερότητας, που ακόμα προσπαθούμε να την ορίσουμε, στριμωγμένοι ανάμεσα σε Δύση και Ανατολή.
«Με φτάνουνε εκατό δραχμές»
Το περιστατικό το αναφέρει ο Νιρβάνας, συνάδελφος του Παπαδιαμάντη στο «Αστυ» την περίοδο 1899-1902: Οταν ξεκίνησε τη συνεργασία του με την εφημερίδα, του προσφέρθηκε μισθός 150 δραχμών. Βλέποντας όμως τον Σκιαθίτη απορροφημένο στους συλλογισμούς του, ο διευθυντής τον ρώτησε: «Μήπως είναι λίγα;» «Πολλές είναι εκατόν πενήντα. Με φτάνουνε εκατό», απάντησε τότε εκείνος, κι έφυγε χωρίς να προσθέσει λέξη, βιαστικός και ντροπαλός.
Ισως αυτή η στάση ζωής του Παπαδιαμάντη, ο περιορισμός του στ' αναγκαία, να προκαλεί την μεγαλύτερη αμηχανία σήμερα. Αυτό τουλάχιστον ισχυρίζεται ο Δημήτρης Νόλλας (βλ. «Φύλλα καπνού», Εστία): «Πίσω από τα λιβάνια και τους ψαλμούς, και πίσω από μια γλώσσα που προϋποθέτει παιδεία και άσκηση», γράφει, «κρύβεται ο άνθρωπος που αρνείται να καταλάβει πού πάνε τα τέσσερα - πού πάει δηλαδή ο Συγγρός, ο δείκτης του ΧΑΑ της εποχής, το Λαύριο και ο εκσυγχρονισμός της Αττικής. Ολα αυτά, με άλλα λόγια, που είναι η πυξίδα του σημερινού αχόρταγου ανθρώπου...» 

ΕΚΑΤΟ ΧΡΟΝΙΑ ΣΗΜΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ -Το φαινόµενο Παπαδιαµάντης

Του Ευριπίδη Γαραντούδη, ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: Δευτέρα 03 Ιανουαρίου 2011, Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ

Η συµπλήρωση σήµερα εκατό χρόνων από τον θάνατο του Αλέξανδρου Παπαδιαµάντη (γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου 1851 στη Σκιάθο, όπου και πέθανε στις 3 Ιανουαρίου 1911) θα ενισχύσει το αναγνωστικό και φιλολογικό ενδιαφέρον για εκείνο τον κλασικό συγγραφέα µαςπου τις τελευταίες δεκαετίες παραµένει τόσο σταθερά στο προσκήνιο ώστε να µπορούµε να κάνουµε λόγο για ένα πολύπτυχο φαινόµενο.

Παιδί ιερέα και µέλος µιας πολυµελούς οικογένειας, ο Παπαδιαµάντης βίωσε σε ολόκληρη τη ζωή του την οικονοµική ανέχεια. Πέρασε την παιδική καιεφηβική ηλικία του στην αγαπηµένη του Σκιάθο κιέζησε το µεγαλύτερο µέρος της ενήλικης ζωής του στην Αθήνα. Ηολιγόµηνηπαραµονή του στον Αγιον Ορος το 1872 τον έπεισε ότι δεν είναι άξιος ναγίνει µοναχός, ενώ δεν κατόρθωσε επίσης να ολοκληρώσει τις σπουδές του στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστηµίου Αθηνών. Βιοπορίστηκε στην πρωτεύουσα παραδίδοντας µαθήµατα, κάνοντας µεταφράσεις και δηµοσιεύοντας δηµοσιογραφικά κείµενα και τα διηγήµατά του σε περιοδικά και εφηµερίδες της εποχής.

Ο,τι απάλυνε τη σκληρή πραγµατικότητα της στερηµένης και µονήρους ζωής του ήταν η σταθερή κι ευλαβική πίστη του στην ορθοδοξία (έψαλλε στον Αγιο Ελισσαίο στο Μοναστηράκι) και ο σπλαγχνικός αλκοολισµός.Αρνούµενος τις κοινωνικές συµβάσεις κράτησε αποστάσεις ακόµα και από τη λογοτεχνική συντεχνία, προτιµώντας τη µοναξιά και τη συντροφιά των απλώνανθρώπων.

Οταν το 1908 εορτάστηκαν, µε τη µέριµνα φίλων του λογοτεχνών, τα είκοσιπέντε χρόνιατης παρουσίας του στα γράµµατα στον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός», ο ίδιος απουσίασε από την τιµητική εκδήλωση. Την ίδια χρονιά, οι οικονοµικές δυσκολίες και τα προβλήµατα της υγείας του τον ανάγκασαν να επιστρέψει στη Σκιάθο, όπου έζησετα τελευταίαχρόνια της ζωής του.

Με ποιους όρους όµως αυτός ο πεζογράφος του τέλουςτου 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα διαβάζεται σήµερα; Με άλλα λόγια, τισηµαίνει για εµάς ο Παπαδιαµάντης;

Είναι ο Παπαδιαµάντης η «καθαυτό ρωµαίικη λαϊκή ψυχή», όπως έγραψε ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, που διασώζει τα γνήσια λαϊκά ήθη τουπαρελθόντος, το χριστιανικό θρησκευτικό βίωµα και την εικόνα της ανόθευτης φύσης, και έτσι συντηρεί κι ανατροφοδοτεί τη νοσταλγία µας για την Ελλάδα που χάθηκε; Είναι ο ηθογράφος που στα περίπου 170 διηγήµατά του µετέπλασε σε λυρικά αφηγήµατα τις αναµνήσεις της γενέτειράς του Σκιάθου και τα βιώµατα της ζωής στις αθηναϊκές φτωχογειτονιές, αναδεικνύοντας σε ήρωες των διηγηµάτων του τους απλούς, ταπεινούς και βασανισµένους ανθρώπους του καιρού του, ή είναι ο διεισδυτικός ανατόµος της ταραγµένης ψυχής των ηρώων του, όπως η περίφηµη Φραγκογιαννού, η πρωταγωνίστρια της «Φόνισσας», του γνωστότερου έργου του; Μήπως πλέον το κέντρο βάρους της ανάγνωσης του Παπαδιαµάντη µετατέθηκε από το περιεχόµενο και το όποιο φορτίο αξιών του στη γοητεία και τη µαεστρία της γραφής ενός πεζογράφου που κατά βάθος είναι ποιητής; Παράλληλα, σε ποιο βαθµό ο παπαδιαµαντικός κόσµος είναι σήµερα παρωχηµένος και η καθαρεύουσα γλώσσα των κειµένων του δυσχεραίνει την επαφή των σηµερινών αναγνωστών, και ιδίως των νέων, µαζί τους;

Τα ερωτήµατα αυτάπροκύπτουν από αυτό καθεαυτό το έργο του καθώς και από τις ποικίλες εκφάνσεις της ενασχόλησής µας µε αυτό. Παράδειγµα, από τη µια η πεντάτοµη κριτική έκδοση των «Απάντων» του Παπαδιαµάντη από τον Ν.∆. Τριανταφυλλόπουλο (εκδόσεις ∆όµος, 1981-1988), επιστέγασµα της µέριµνας της φιλολογικής κοινότητας για την έγκυρη έκδοση ολόκληρου του πρωτότυπου συγγραφικού έργου του, και οι πολλές µελέτεςτων φιλολόγων για τον σκιαθίτη πεζογράφο, από την άλλη οι αρκετές πρόσφατες ανθολογίες που προβάλλουν ιδίως τον εορταστικό διηγηµατογράφο των χριστουγεννιάτικων, πρωτοχρονιάτικων και πασχαλινών διηγηµάτων. Ολες θέτουν το ερώτηµα γιατί ο Παπαδιαµάντης εξακολουθεί να µας ενδιαφέρει τόσο πολύ;

Στα περίπου 170 διηγήµατά του µετέπλασε σε λυρικά αφηγήµατα τις αναµνήσεις της γενέτειράς του Σκιάθου και τα βιώµατα της ζωής στις αθηναϊκές φτωχογειτονιές

Ο Παπαδιαμάντης διχάζει το ΚΚΕ
Η συμπλήρωση 100 χρόνων από τον θάνατό του έχει πυροδοτήσει μια ιδιότυπη ιδεολογική διένεξη στον Περισσό.Το «ατόπημα» του «Ριζοσπάστη» να εκθειάσει το έργο του μεγάλου λογοτέχνη και η επαναφορά στη μαρξιστική ορθότητα διά χειρός Γ. Μαυρίκου

Ο Παπαδιαμάντης διχάζει το ΚΚΕ

 
 Η συμπλήρωση 100 χρόνων από τον θάνατο του κορυφαίου λογοτέχνη Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη έχει πυροδοτήσει μια ιδιότυπη- ιδεολογική περισσότερο παρά φιλολογική- διένεξη στον Περισσό. Ολα ξεκίνησαν όταν ο «Ριζοσπάστης» δημοσίευσε στο κυριακάτικο ένθετό του για τον πολιτισμό τον περασμένο Ιανουάριο ένα κείμενο-αφιέρωμα υπό τον τίτλο «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. “Η πλουτοκρατία γεννά την αδικίαν ”». Οπως αναφερόταν στην παραπομπή από την πρώτη σελίδα του ενθέτου, «έναν αιώνα μετά, από το έργο αυτού του εκρηκτικού πνεύματος παραμένει αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι ο Παπαδιαμάντης μιλούσε για την - και στην- ψυχή του λαού, για τα πάθη και τους πόθους του, τα οποία ο ίδιος είχε βιώσει από την πρώτη στιγμή που αντίκρισε τον κόσμο».


Ξεσκέπαζε τους πλουτοκράτες
Επισημαινόταν μάλιστα ότι αυτό «το έκανε όχι “φολκλορικά” αλλά ουσιαστικά, αφού δεν έμεινε μόνο στη μαστοριά του λόγου αλλά χρησιμοποίησε αυτή την ικανότητα για να ξεσκεπάσει και να καταγγείλει τους πλουτοκράτες του καιρού του». Σκιαγραφώντας το λογοτεχνικό φαινόμενο του σκιαθίτη θεμελιωτή του νέου ελληνικού διηγήματος, στο κείμενο χαρακτηριζόταν μονόπλευρη η προσέγγιση του Παπαδιαμάντη μέσα από τη θρησκευτικότητά του. «Η κυριαρχία αυτής της μονόπλευρης προσέγγισης θα σήμαινε τον νοηματικό “ευνουχισμό” του έργου του και της προσφοράς του στα νεοελληνικά γράμματα» αναφερόταν, ενώ σχετικά με τη χρήση της καθαρεύουσας από τον Παπαδιαμάντη, για την οποία είχε δεχθεί την μήνιν φανατισμένων δημοτικιστών, τονιζόταν ότι «μια εμφανιζόμενη ως “προοδευτική” προσέγγιση στη λογοτεχνία που θα “φετιχοποιούσε” το κριτήριο της γλώσσας θα οδηγούνταν στην εντελώς αντιδραστική απόρριψη έργων όπως η “Πάπισσα Ιωάννα” του Ροΐδη και η “Φόνισσα” του Παπαδιαμάντη».

Υπογραμμιζόταν εξάλλου η κοινωνική διάσταση του έργου του Παπαδιαμάντη, ο οποίος, όπως παρατηρούσε ο συντάκτης του κειμένου κ. Γρ. Τραγγανίδας, «ήταν διανοούμενος και είχε συνείδηση αυτής του της ιδιότητας, αλλά αρνήθηκε να την εξαργυρώσει- κυριολεκτικά και ηθικά- στο αστικό “πολιτιστικό χρηματιστήριο” των σαλονιών της εποχής επιλέγοντας τον δύσκολο δρόμο».


Ο (κομματικός) «αντίλογος»
Δύο μήνες αργότερα θα δημοσιευθεί στο ίδιο ένθετο του «Ριζοσπάστη» ένα άλλο κείμενο. Τίτλος του «Ο αληθινός Παπαδιαμάντης» και συντάκτης του ένα κομματικό στέλεχος, ο γνωστός συνδικαλιστής και βουλευτής του ΚΚΕ κ. Γ. Μαυρίκος, ο οποίος θα διακηρύξει ότι «οι περισσότεροι αρθρογράφοι προσδίδουν μέσα από τα άρθρα τους χαρακτηριστικά στον ίδιο τον Παπαδιαμάντη και στο έργο του που απέχουν πολύ από την πραγματικότητα». Δεν διστάζει μάλιστα να «στιγματίσει» τίτλους και υποτίτλους σχετικών αφιερωμάτων, αλλά και αναφορές ότι «δήθεν ο Αλ. Παπαδιαμάντης “συνομίλησε με την ψυχή του λαού”» και ότι «δήθεν “χρησιμοποίησε τον λόγο του για να ξεσκεπάσει και να καταγγείλει τους πλουτοκράτες”» (όπως έγραφε ο «Ριζοσπάστης»!). Ενώ θα αποφανθεί ο κ. Μαυρίκος: «Δυστυχώς, αυτός ο πράγματι μεγάλος δημιουργός, ούτε στη ζωή ούτε στη γλώσσα του, κυρίως όμως ούτε στο έργο του, θέλησε να εκφράσει την κοινωνική αδικία και την ανάγκη για απελευθέρωση από αυτήν». Οπως υπογράμμιζε μάλιστα, ο Παπαδιαμάντης μέσα από τις θέσεις, τις δοξασίες και τη στάση ζωής του «φρέναρε τη δυνατότητα που είχε να μπολιαστεί με το κοινωνικοπολιτικό Είναι, να προσπαθήσει να το εκφράσει και να αξιοποιήσει το μοναδικό του ταλέντο στην υπηρεσία του λαού ενάντια στους αστικοτσιφλικάδες».

Αλλά και για το γλωσσικό ο κ. Μαυρίκος θα διαπιστώσει: «Ο Αλ. Παπαδιαμάντης, όπως στη ζωή του, στο έργο του, έτσι και στη γλώσσα του δεν θέλησε να χρησιμοποιήσει την απλή, την κατανοητή γλώσσα του λαού μας». Εφιστούσε δε την προσοχή των «παροικούντων» θυμίζοντάς τους ότι οι κομμουνιστές, όταν κρίνουν έναν δημιουργό, ακόμη και τον πιο σπουδαίο, το κάνουν «με βάση τα μαρξιστικά κριτήρια», δηλαδή «αν ο δημιουργός κάνει τον κουφό, τον αδιάφορο στις κοινωνικές εξελίξεις ή αν συστρατεύεται με την “πένα” του για την κοινωνική αλλαγή». «Θα θέλαμε ο Αλ. Παπαδιαμάντης να ήταν κοινωνικός αγωνιστής αλλά δεν ήταν» κατέληγε.


Και η ανταπάντηση...
Στο περασμένο φύλλο του κυριακάτικου «Ριζοσπάστη» δόθηκε η ρελάνς στην «ταξική επέλαση» του κ. Μαυρίκου, αλλά αυτή τη φορά το πολιτιστικό τμήμα της εφημερίδας επιστράτευσε τα κείμενα του Κώστα Βάρναλη, του Νίκου Μπελογιάννη αλλά και νεοτέρων όπως ο (αείμνηστος) Τάκης Αδάμος, στέλεχος της παλαιάς κομματικής φρουράς, δημοσιογράφος, λογοτέχνης και δοκιμιογράφος, ο οποίος είχε ασκήσει κριτική «στην ολοκληρωτική άρνηση της αξίας του Παπαδιαμάντη σαν λογοτέχνη» και είχε «κατατάξει την κριτική περί “θρησκευτικότητας” στο έργο του Παπαδιαμάντη ανάμεσα στις “πολλές λαθεμένες αντιλήψεις και απόψεις” γύρω από τον συγγραφέα». Το κυριότερο όμως που τονίζεται ως έμμεση πλην σαφής «απάντηση» στον κ. Μαυρίκο είναι ότι «ο Τ. Αδάμος άσκησε κριτική όχι μόνο στην αστική διανόηση σε σχέση με την προσέγγισή της στον Παπαδιαμάντη αλλά και στο τμήμα της διανόησης που έκανε μηχανιστική χρήση του διαλεκτικού υλισμού, ακυρώνοντάς τον τελικά και σπέρνοντας ιδεολογικές συγχύσεις»!

Στο κείμενο εξάλλου υπενθυμιζόταν στους θιασώτες της άποψης του κ. Μαυρίκου ότι κατά τον Βάρναλη «η ψυχή του κ΄ η ψυχή των ηρώων του είναι η ψυχή του ελληνικού λαού στην πιο εξαγνισμένη της υπόσταση», ενώ για τον Μπελογιάννη ο Παπαδιαμάντης ήταν «μια ιδιότυπη φτωχική μικρογραφία του Τολστόι» και, τέλος, για τον Αδάμο «όλο του το έργο είναι διαποτισμένο από φλογερή αγάπη προς τον απλό λαό, από σαρκασμό και καυστική ειρωνεία για τους άρχοντες και τους φαυλοκρατικούς θεσμούς τους». 


«Πλουτοκρατία, ο μόνιμος άρχων»

Η τοκογλυφία στο έργο του Παπαδιαμάντη


Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΓΚΙΩΝΗ, Εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ



Ο Παπαδιαμάντης, στην κλασική του απεικόνιση, με φόντο τη Σκιάθο, από τον Σπύρο Βασιλείου
Χριστούγεννα εν όψει, και είπα να σταθώ και πάλι στον λογοτέχνη των ημερών, τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Οχι με κάποιο από τα χριστουγεννιάτικα πονήματά του, αλλά στα κείμενά του εκείνα που αναφέρονται στη διαχρονική μάστιγα που λέγεται τοκογλυφία. «Ανθολόγος» ο εκ Θεσσαλονίκης καθηγητής Στέλιος Παπαθανασίου, στον οποίο, μαζί με τις ευχαριστίες μου, δίνω τον λόγο:

Ο «αξιότιμος πρεσβύτης» Φραγκούλης Κ. Φραγκούλας του παπαδιαμαντικού διηγήματος «Ρεμβασμός του Δεκαπενταυγούστου» φέρει «όλα τα εξωτερικά γνωρίσματα προεστού». Επιπροσθέτως, κατάγεται «από την αρχαιοτέραν και πλέον γνησίως αυτόχθονα οικογένειαν του τόπου». Εχει «παμπόλλους ελαιώνας, αμπέλια αρκετά και χωράφια αμέτρητα». Παρεμπιπτόντως: Την σύζυγόν του Σινιώραν, «ωραίαν νέαν, λεπτοφυή, λευκοτάτην, την είχε νυμφευθή από έρωτα».

Είναι απολύτως φυσικό να περιμένει κάποιος ότι ο «αξιότιμος πρεσβύτης» του Παπαδιαμάντη ούτε κατά διάνοιαν δεν θα ελάμβανε «ανάγκην μικρών δανείων». Παραταύτα, επειδή «δεν εφαντάζετο ποτέ ότι μία μικρά κάμπη αρκεί διά να καταστρέψει ολόκληρον φυτείαν», όταν ήλθε η στιγμή που «τα έξοδα "τον έτρωγαν", απηυθύνθη εις ένα τοκογλύφον του τόπου». Αυτά ο Φραγκούλας.

«Το διάφορο κεφάλι»

Τα υπόλοιπα είναι γνωστά. Οπως η «Σταχομαζώχτρα» (κατά κόσμον θεία-Αχτίτσα) βλέπει «την προίκα της κόρης της πωλουμένην επί δημοπρασίας προς πληρωμήν των χρεών αναξίου γαμβρού», έτσι και ο ρεμβώδης γέρων του Δεκαπενταυγούστου: «Επ' εσχάτων είχε λάβει ανάγκην και δευτέρου και τρίτου δανείου και οι δανεισταί προθύμως του έδιδαν, αλλ' απήτουν να τους καθιστά υπέγγυα τα καλύτερα κτήματα, εκ των οποίων έκαστον είχε, κατ' αυτόν εκτιμητήν, δεκαπλασίαν αξίαν του ποσού του δανειζομένου. [...] Τώρα, εις τους τελευταίους χρόνους, είχε γνωρίσει ακόμη και την οικονομικήν στενοχωρίαν, το παράπονον της ξεπεσμένης αρχοντιάς, τας πιέσεις και τας απειλάς των τοκογλύφων. "Το διάφορο, κεφάλι! Το διάφορο, κεφάλι!"»

Η έκφραση «το διάφορο κεφάλι» εμφανίζεται στη διηγηματογραφία του Παπαδιαμάντη με μια αξιομνημόνευτη συχνότητα. Σημαίνει τον ανατοκισμό, τουτέστιν την πρόσθεση των τόκων στο κεφάλαιο, ώστε να αυξάνεται, να αποδίδει μεγαλύτερους και, ενίοτε, δυσβάσταχτους τόκους. Δεν είναι συνεπώς τυχαίο πως «το πελώριον κατάστιχον» του κυρ Μαργαρίτη (προεξοφλητής, τοκιστής κ.τ.λ.) ομοιάζει, κατά τον Παπαδιαμάντη, με πίονα αγρόν, με γην αγαθήν: «Ο,τι έσπειρέ τις εν αυτώ εκαρποφόρει πολλαπλασίως» («Η Σταχομαζώχτρα»).

Φυσικά, «το διάφορο κεφάλι» δεν κάνει διακρίσεις. Ο τραγικός Κωσταντής («Νεκρός ταξιδιώτης») και ο αδελφός του Γιάννης (οικογενειάρχης «με σχεδόν μισήν δουζίνα παιδιά»), εκτός του ότι θαλασσοπνίγονται καθημερινώς, είναι πνιγμένοι και στα χρέη. «Ησαν και αυτοί», μας λέγει ο Σκιαθίτης Γέρων, «θύματα της τοκογλυφίας των 36 τοις εκατόν και "το διάφορο κεφάλι", όπως και τόσοι άλλοι». Οι τοκογλύφοι, δηλαδή το πρωτογενές τραπεζικό σύστημα στη Σκιάθο του δέκατου ένατου αιώνα, με τα «θαλασσοδάνεια» και το 36 τοις εκατόν κατέστρεψαν, κατά τον Παπαδιαμάντη, το ναυτικό του τόπου και εξανδραπόδισαν όλο το λαό.

Τοκογλυφία = Ασπλαχνία

«Η πλουτοκρατία ήτο, είναι και θα είναι ο μόνιμος άρχων του κόσμου, ο διαρκής αντίχριστος», ισχυρίζεται στους «Χαλασοχώρηδες» (1892) ο Παπαδιαμάντης. «Αύτη γεννά την αδικίαν, αύτη τρέφει την κακουργίαν, αύτη φθείρει σώματα και ψυχάς. Αύτη παράγει την κοινωνικήν σηπεδόνα. Αύτη καταστρέφει κοινωνίας νεοπαγείς».

Αρκετά χρόνια αργότερα, στο διήγημά του «Τα βενέτικα», αυτός ο μέγας οντολόγος της ανθρώπινης υπάρξεως και, γενικότερα, της (τραγικής) ανθρώπινης συνθήκης, θα ολοκληρώσει την «οικονομική θεωρία» του με μία καίρια αναφορά στην «άγουσαν οδόν» προς απόκτηση χρημάτων. Η οδός αυτή, «την οποίαν όλοι οι Εβραίοι και πλείστοι Γραικοί γνωρίζουσιν», συνοψίζεται στον ακόλουθο ορισμό: «Εργασία, οικονομία κατ' αρχάς, είτα ασπλαχνία, τοκογλυφία, εκμετάλλευσις όλων των άλλων ανθρώπων».

Δεν θα δυσκολευτεί, πιστεύω, ο αναγνώστης των ως άνω παπαδιαμαντικών σκέψεων, τεκμηρίων και ομολογιών να προχωρήσει σε παραλληλισμούς και συνδέσεις με τη σημερινή πραγματικότητα και να συναγάγει τα προσωπικά του (θλιβερά) συμπεράσματα. Δεν θα δυσκολευτεί, επίσης, ο μέσος Ελλην τραπεζίτης να αναγνωρίσει στο πρόσωπο του κυρ Μανουήλου του Στεριωμένου («Οι Χαλασοχώρηδες») έναν εκ των ενδόξων προγόνων του από το σπέρμα των οποίων προέκυψε: «Ητο άνθρωπος με επιρροήν, διότι ήξευρε να κάμνη "ευκολίας" εις χωρικούς. Μίαν οκάν αχύρου έδιδε τον χειμώνα εκ της προμηθείας του, μίαν οκάν κριθής ελάμβανε το θέρος εκ του αλωνίου. [...] Μίαν οκάν ελαίας έδιδε την Μεγάλην Τεσσαρακοστήν εις πτωχήν χήραν, μίαν οκάν ελαίου ελάμβανε το φθινόπωρον εις την αποθήκην».

Δυστυχώς, η ιστορία επαναλαμβάνεται (κατά πάντα και δια πάντα), καθόσον, σύμφωνα με την οιονεί προγραμματική δήλωση του Παπαδιαμάντη («Λαμπριάτικος Ψάλτης»), «ταύτα όλα βασίζονται επί της πραγματικότητος». *



«Η φιλολογική του συγγραφέως συνείδησις» και/ή το «μέσον αίσθημα των αναγνωστών», της Γεωργίας Φαρίνου-Μαλαματάρη

Φέτος είναι η επέτειος των 100 χρόνων από τον θάνατο του Παπαδιαμάντη (1851-1911). Οι παπαδιαμαντικές σπουδές καλά κρατούν, και χάρη στις εργασίες κυρίως των Νίκου και Λαμπρινής Τριανταφυλλοπούλου, Φώτη Δημητρακόπουλου και Σοφίας Μπόρα, διαθέτουμε υλικό για την παρουσία και την πρόσληψή του από τους συγχρόνους του, μέρος του οποίου είναι άμεσα προσβάσιμο με την ψηφιοποίηση εφημερίδων και περιοδικών. Η εικόνα που προκύπτει δεν είναι μονοσήμαντα το απόκοσμο, η ταβέρνα του Ψυρρή, το τριμμένο πανωφόρι και ο Αγιος Ελισσαίος (δηλ. μια εικόνα που φιλοτεχνήθηκε μεταγενέστερα και λόγω κεκτημένης ταχύτητας, δηλαδή αδράνειας, παραμένει και σήμερα), αλλά μια πιο σύνθετη εικόνα, που αποκαλύπτει ενδεχομένως ότι ο Παπαδιαμάντης αντιστέκεται στην εύκολη κατάταξη, ακόμη και στην υπαγωγή σε θεωρητικές κατασκευές περί συγγραφέως και λογοτεχνικού πεδίου στον 19ο αιώνα. Λόγω ελλείψεως χώρου, θα περιοριστώ σε ορισμένες επισημάνσεις.
1. Γνωρίζουμε ότι από το 1887 ο Παπαδιαμάντης εργάζεται ως «κατ’ αποκοπήν διηγηματογράφος». Υπάρχουν επιστολές στην Αλληλογραφία του στις οποίες καθορίζει την τιμή του διηγήματός του. Προφανώς το αναγνωστικό κοινό της εφημερίδας επιζητεί αυτά τα διηγήματα, και γι’ αυτό μέσα σε μία πενταετία (1887-92) οι τρεις κυριότερες εφημερίδες (Εφημερίς, Ακρόπολις, Αστυ) αναδέχονται τα ηθογραφικά, επικαιρικά διηγήματά του. Ισως πρέπει να εξετάσουμε αν υπάρχει ποιοτική ή άλλης φύσεως διαφορά μεταξύ διηγημάτων που δημοσιεύονται στις εφημερίδες, και αυτών που δημοσιεύονται στα σημαντικά περιοδικά της εποχής (Εστία, Παναθήναια, Το περιοδικόν μας). Και είναι επίσης ενδιαφέρον να εξετάσουμε σε ποια σελίδα των εφημερίδων και των περιοδικών μπαίνουν τα διηγήματα, με τι προλόγους και με τι σχόλια περιβάλλονται ή αναδεικνύονται (βλ. π.χ. προλόγους και σχόλια Γαβριηλίδη στην Ακρόπολι). Οπως επίσης είναι σημαντικό να δούμε με ποιους άλλους συνυπάρχει ο Παπαδιαμάντης στο περιοδικό Εστία, τι δείχνει το γεγονός ότι το Ονειρο στο κύμα βρίσκεται στο πρώτο τεύχος του πολυτελούς αστικού περιοδικού Παναθήναια («πνευματικού ιδρύματος» κατά Ξενόπουλο). Και πώς εξηγείται η παρουσία του σε δύο βραχύβια πρωτοποριακά περιοδικά της εποχής του, στην Τέχνη με το απλόγλωσσο «Αγνάντεμα», και στον Διόνυσο με τον διάλογο «Πόσις και δάμαρ», τον συναφή με την πολιτική του περιοδικού. Εδώ πρέπει να αναφέρουμε ότι υπάρχουν περιπτώσεις (από το 1904 κ.εξ.) σχεδόν ταυτόχρονης συνδημοσίευσης ενός διηγήματος σε περισσότερα του ενός έντυπα της Ελλάδος και του ευρύτερου Ελληνισμού.
2. Βέβαια αυτονόμηση του λογοτεχνικού πεδίου σημαίνει αγορά και αγορά σημαίνει έκδοση βιβλίου. Και είναι γνωστό ότι ο Παπαδιαμάντης κάνει τρεις αποτυχημένες απόπειρες να εκδώσει συλλογή διηγημάτων, το 1892, το 1902, το 1906. Το παράδοξο είναι ότι οι απόπειρες δεν περνούν απαρατήρητες. Τουναντίον μάλιστα: ο θόρυβος από τις «αναγγελίες» αυτών των εκδόσεων είναι αντιστρόφως ανάλογος των αποτελεσμάτων. Το 1892 έχουμε την περίφημη ανταλλαγή επιστολών μεταξύ Καμπούρογλου, Ζ (=Μιχ. Μητσάκη, σύμφωνα με τον Λ. Βαρελά) και Παπαδιαμάντη, που καταλήγει στη γνωστή ομολογία του τελευταίου: «Αλλ’ εγώ σοι λέγω ότι δεν ομοιάζω ούτε με τον Πόε, ούτε με τον Δίκκενς, ούτε με τον Σαίξπηρ, ούτε με τον Βερανζέ. Ομοιάζω με τον εαυτόν μου. Τούτο δεν αρκεί;», δηλ. στην κατοχύρωση μιας αυτονομημένης λογοτεχνικής ταυτότητας. Το 1906 επανέρχεται το αίτημα για την έκδοση του έργου από την οικονομικά εύρωστη «Βιβλιοθήκη Μαρασλή», που χρηματοδοτούσε επιστημονικές μελέτες και μεταφράσεις, και από την οποία είχαν εκδοθεί μέχρι τότε τα Απαντα τα Ευρισκόμενα του Σολωμού, καθώς και τα βιβλία των Αγγελου Βλάχου και Κουμανούδη. Μάλλον αυτά τα τελευταία προκάλεσαν την αντίδραση π.χ. του Νουμά, τχ. 189 (12/3/1906) για τις «άχρηστες εκδόσεις» που γίνονταν με γνώμονα το συμφέρον των διευθυντών και των φίλων τους. (Ο Παπαδιαμάντης θεωρείται ισάξιος του Σολωμού;) Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι ομάδα φοιτητών από όλες τις σχολές του Πανεπιστημίου επισκέπτεται τα γραφεία των εφημερίδων για να συνηγορήσουν για την έκδοση.
3. Στις 13/3/1908 οργανώνεται στον «Παρνασσό» η περίφημη εορτή (με εισιτήριο 4,40 δρχ.) για τη δημιουργική εικοσιπενταετία του Παπαδιαμάντη, στην οποία ο ίδιος τελικώς δεν παρέστη. Πρωταγωνιστικό ρόλο στην οργάνωση έχουν ο Αλέκος Μαυρουδής (δημοσιογράφος που αμέσως μετά εγκαθίσταται στη Γαλλία), ο εικοσιπεντάχρονος Επαμεινώνδας Δεληγιώργης, εγγονός του ομώνυμου πρωθυπουργού, εξάδελφος του Μορεάς, ποιητής ο ίδιος με ποιήματα στα γαλλικά, καθώς και η αδελφή του Σοφία, κυρία επί των τιμών της πριγκίπισσας Μαρίας Βοναπάρτη, μετέπειτα μαθήτριας του Φρόυντ και συγγραφέως μιας ψυχαναλυτικής βιογραφίας για τον Πόε, νεόνυμφης τότε με τον διάδοχο Γεώργιο, η οποία έδειχνε ενδιαφέρον για τα νεοελληνικά γράμματα, και έθεσε υπό την αιγίδα της την εκδήλωση. Στην εκδήλωση, στην οποία μιλούν οι Δ. Κακλαμάνος (πρώην διευθυντής στο Αστυ και στο Νέον Αστυ, μελετητής του Γύζη και της ζωγραφικής γενικότερα), ο Νιρβάνας (οι ομιλίες δημοσιεύονται στο αφιερωματικό τεύχος του περ. Νέα Ζωή Αλεξανδρείας), απαγγέλλει ποίημά του ο Προβελέγγιος και διαβάζουν κείμενα του Παπαδιαμάντη η Θεώνη Δρακοπούλου (Μυρτιώτισσα) και ο νεαρός τότε Φώτος, γιος του Ν.Γ. Πολίτη, μετέχει δε η πνευματική και κοσμική Αθήνα, καθώς και αρκετοί νέοι, καθένας με διαφορετικά προφανώς κίνητρα.
Η «πρωτοφανής» αυτή εκδήλωση, που από άλλους θεωρήθηκε επιβεβλημένη τελετή για την καταξίωση του μεγαλύτερου έλληνα διηγηματογράφου, παρόμοια -τηρουμένων βέβαια των αναλογιών- με τον εορτασμό για τα 80χρονα του Ουγκώ στη Γαλλία, ενώ από άλλους παρομοιάστηκε με μνημόσυνο, απασχόλησε αρκετά σε έκταση, ποικιλία και χρόνο τον Τύπο (εφημερίδες και περιοδικά), που έθεσε -με αφορμή τον Παπαδιαμάντη- γενικότερα ζητήματα για την ύπαρξη, τα ειδοποιά χαρακτηριστικά Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, για τη θέση του ανθρώπου των γραμμάτων («του εργάτη της πένας»), για την έκταση και τη σύνθεση του αναγνωστικού κοινού, για τη βασιλική ή κρατική πατρωνία των τεχνών και για την πολιτική των εκδόσεων.
4. Δεν υπάρχει χώρος να αναφερθώ στις φωτογραφίες του Παπαδιαμάντη από τον Νιρβάνα και τον ζωγράφο Γεώργιο Χατζόπουλο, καθώς και στη προτομή του από τον γλύπτη Θωμά Θωμόπουλο, το γύψινο πρόπλασμα της οποίας εκτέθηκε στην Εκθεση του Ζαππείου το 1909, ούτε στο ότι διηγήματα του Παπαδιαμάντη διδάχτηκαν στο Σχολείο του Βόλου το 1909, ούτε στο ότι ο Παπαδιαμάντης έγινε λογοτεχνικός χαρακτήρας, μεταξύ άλλων, στα Δυο αδέλφια του Ψυχάρη (1910).
Συνοψίζω: Ο Παπαδιαμάντης ζει στην Αθήνα τη μεταβατική περίοδο των πολιτικών και κοινωνικών αλλαγών και της ανάπτυξης του Τύπου, οι οποίες σήμαναν την καινούρια σχέση μεταξύ των λογοτεχνών και του κοινού τους. Μολονότι το έργο του βρίσκεται εγκατεσπαρμένο σε εφημερίδες και περιοδικά, μολονότι δούλεψε ως μεταφραστής στην εφημερίδα, δεν επεζήτησε ποτέ τη δημοσιότητα, ούτε υποτάχτηκε στην κυρίαρχη ιδεολογία ούτε καλλιέργησε την κρατούσα τεχνική του είδους ούτε υπήκουσε στους νόμους της αγοράς που καθορίζονται από το λεγόμενο μέσο κοινό. Εζησε έναν διαρκή βοημικό βίο (χρησιμοποίησε μάλιστα και το ψευδώνυμο Μποέμ) και έναν διαρκή ορθόδοξο χριστιανικό βίο, δηλαδή, όπως έχει περιεκτικά διατυπωθεί από την Μπόρα «έναν διπλά ασύμβατο βίο: ο μποεμισμός του αποτελούσε πρόκληση και ο χριστανισμός του εξαίρεση στις τάξεις των λογίων».
Αντιμετώπισε το ετερόκλιτο ως προς τις ιδέες και το γούστο κοινό των αστικών εφημερίδων (προοδευτικών και συντηρητικών) και των περιοδικών (καθιερωμένων και νεωτερικών, οικογενειακών και καλλιτεχνικών) μοιάζοντας να διαπραγματεύεται (με προλόγους, παρενθέσεις, επικλήσεις κ.τ.λ.) την αναγνωσιμότητά του, στην πραγματικότητα όμως διατήρησε την αισθητική, την ηθική και τη θρησκευτική του αυτονομία. Δεν είχε ποτέ κέρδος από την εργασία του, και δεν ανήκε ποτέ -μολονότι γράφει στην εφημερίδα- στο λογοτεχνικό πεδίο της ευρείας κατανάλωσης (ούτε καν όταν έγραφε επιφυλλιδογραφικό μυθιστόρημα).
Μολονότι η θεματολογία, ιδίως των αρχικών διηγημάτων (με υπότιτλους διήγημα, παράδοσις, εικών, μελέτη) αναφέρεται στην αγροτοποιμενική κοινότητα της Σκιάθου ή στη λαϊκή αθηναϊκή γειτονιά, και κατά την τετριμμένη διατύπωση εκφράζει την «ελληνική ψυχή», η μορφή του διηγήματος και ο τρόπος της αναπαράστασης διαφεύγουν την κριτική αξιολόγηση, και οι κριτικοί αναγκάζονται να μιλούν για διηγήματα-φυσικά φαινόμενα. Και είναι ενδεικτικό ότι χρειάζεται η έλευση του συμβολισμού για να αντιμετωπιστεί κάπως διαφορετικά ο Παπαδιαμάντης, και το έργο του, μετά μάλιστα τη διετή διακοπή (1897-98): ο Παπαδιαμάντης ζει μιαν εσωτερική ζωή, βλέπει με τα μάτια της ψυχής του, και έτσι δημιουργεί έναν κόσμο, μια δεύτερη πραγματικότητα (τη Σκιάθο ή την παιδική ηλικία ως παράδεισο), την οποία κατορθώνει να μεταδώσει με χάρη στον αναγνώστη. Πρόκειται για μια τέχνη που την αναγνωρίζουν και την εκτιμούν οι λίγοι, και που την ερμηνεύουν οι συνοδοιπόροι λογοτέχνες (κυρίως οι ποιητές) και οι κριτικοί.

ΣΗΜ: Ιδιαίτερα μου χρησίμευσε η δίτομη ανέκδ. διδακτ. διατριβή της Σοφίας Μπόρα Ο Παπαδιαμάντης και οι αναγνώστες του. Ζητήματα ιστορίας της πρόσληψης του έργου του (1879-1961), Αθήνα, ΕΚΠΑ, 2008

* Η Γεωργία Φαρίνου-Μαλαματάρη είναι καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Πηγή: εφημ. Ελευθεροτυπία, 29/4/2011