Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Ενας μποέμ κοσμοκαλόγερος
100 χρόνια από τον θάνατο και 160 από τη γέννηση του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 03/01/2011, Εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ
O Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης υπήρξε μια τραγική προσωπικότητα της νεότερης Ελλάδας με τόσο πολλές όψεις που ακόμη τον ανακαλύπτουμε. Εζησε μόνος, απένταρος, πιστός στην τέχνη, αδιάφορος για τα χρήματα και την κοινωνική ένταξη, μοίρασε τη ζωή ανάμεσα στα καπηλειά και στις εκκλησίες, σχεδόν ρακένδυτος, υπήρξε πάντα ένας αποσυνάγωγος τεχνίτης της γλώσσας και της αφήγησης. Ενας έλληνας μποέμ.
Γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου 1851 σε ένα νησί που φημίζεται για τη φυσική καλλονή του και τους ψαράδες του, τη Σκιάθο. Ηταν το τέταρτο παιδί του ζεύγους Αδαμαντίου και Γκιουλιώς (Αγγελικής) Εμμανουήλ. Το επώνυμο Παπαδιαμάντης προέρχεται από το όνομα του πατέρα του που ήταν και παπάς.
Τα παιδικά του χρόνια ήταν ανέμελα στο νησί και θα τα ανακαλέσει πολλές φορές νοσταλγικά στα κείμενά του. Ως το 1860 φοίτησε στο δημοτικό σχολείο Σκιάθου, όπου έμαθε τα βασικά- ανάγνωση, γραφή, μαθηματικά-, του άρεσε όμως, από ό,τι λένε, πιο πολύ να ζωγραφίζει. Στα παιχνίδια του είχε συντροφιά ανάμεσα στους άλλους τον ξάδελφό του, μετέπειτα καλό συγγραφέα Αλέξανδρο Μωραϊτίδη και τον Νικόλαο Διανέλλο, μετέπειτα μοναχό Νήφωνα, ο οποίος θα είναι για χρόνια ο «κολλητός» του. Θα πάνε μαζί στο Αγιον Ορος, θα κατοικήσουν (μέχρι παρεξηγήσεως) για λίγο στο ίδιο διαμέρισμα, ώσπου ο Νήφωνας να παντρευτεί και να φύγει για να μείνει στο Χαρβάτι.
Ανθρωπος των καπηλειών και των τρωγλών
Ο πατέρας του θα τον στείλει στην Αθήνα για να σπουδάσει Θεολογία, αλλά αυτός θα κάνει στροφή την τελευταία στιγμή και θα γραφτεί στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Θα απογοητευθεί γρήγορα από το στείρο κλίμα και θα τα παρατήσει. Μελετά μόνος του αγγλικά και γαλλικά και παραδίδει μαθήματα. Φυτοζωεί κυριολεκτικά.
Ο πατέρας του θα τον στείλει στην Αθήνα για να σπουδάσει Θεολογία, αλλά αυτός θα κάνει στροφή την τελευταία στιγμή και θα γραφτεί στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Θα απογοητευθεί γρήγορα από το στείρο κλίμα και θα τα παρατήσει. Μελετά μόνος του αγγλικά και γαλλικά και παραδίδει μαθήματα. Φυτοζωεί κυριολεκτικά.
Το 1878 γνωρίζεται με τον εκδότη της «Ακρόπολης» Βλάση Γαβριηλίδη που θα τον παρακινήσει να δημοσιεύσει το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο «Η μετανάστις» στην εφημερίδα «Νεολόγος» Κωνσταντινουπόλεως. Θα ακολουθήσει το 1882 το δεύτερο μυθιστόρημά του με τίτλο «Οι έμποροι των εθνών» δημοσιευμένο στο «Μη χάνεσαι». Δημοσιεύει συνεχώς, γίνεται πια γνωστός στους λογοτεχνικούς κύκλους, αν και αποφεύγει να συγχρωτίζεται με αυτούς. Οσο ζούσε δεν είδε ποτέ δημοσιευμένο δικό του βιβλίο, αλλά αυτό δεν εμπόδισε το έργο του να αποτελεί τη βασικότερη παρακαταθήκη για τους έλληνες πεζογράφους: Δ. Χατζής, Γ. Ιωάννου, Αλ. Κοτζιάς, Χρ. Μηλιώνης, Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλος, Θ. Βαλτινός, Μένης Κουμανταρέας...
Είναι μια γραφική φιγούρα της Αθήνας. Ο συγκαιρινός του Μιλτιάδης Μαλακάσης τον περιγράφει ως «μια σιλουέταμε ακατάστατα γενάκια, απεριποίητη περιβολή, λασπωμένα ή κατασκονισμένα υποδήματα,ξεθωριασμένο ημίψηλο,με μια παπαδίστικη κάννα με ασημένια λαβή, μαύρο κορδόνι γύρω από μια ασιδέρωτη λουρίδα,ένα είδος κολάρου,συγκρατώντας με τα χέρια του ένα πανωφόρι που του έπεφτε λίγο μεγάλο», το οποίο ήταν γνωστό ότι του το είχε στείλει από το Λονδίνο ο Αλέξανδρος Πάλλης. Ο Δ. Χατζόπουλος τον χαρακτηρίζει ιδιόρρυθμο, εκκεντρικό, μποέμ, άνθρωπο των καπηλειών και των τρωγλών, και τον παρομοιάζει με τον φιλόσοφο Μένιππο, τον πνευματώδη Λουκιανό, τον παρατηρητικό Ντίκενς, τον ψυχολόγο Τουργκένιεφ. Ο ίδιος όταν το μάθει θα πει: «Δεν μοιάζω με κανέναν,είμαι ο εαυτός μου». Συχνάζει στο μπακάλικο του Καχριμάνη στου Ψυρρή, αλλά και στη μικρή εκκλησία του Αγίου Ελισαίου, όπου ψάλλει μαζί με τον ξάδελφό του Αλέξανδρο Μωραΐτίδη.
Το 1906 αρχίζει να συχνάζει στη Δεξαμενή Κολωνακίου. Κάθεται στο πιο φτηνό από τα δύο καφενεία, αυτό του Μπαρμπα-Γιάννη, όπου ο καφές είχε μία δεκάρα. Αγοραφοβικός, μακριά από όλους τους πελάτες, σταύρωνε τα χέρια στο στήθος, έγερνε το κεφάλι και ονειροπολούσε. Εκεί τον φωτογράφισε ο Παύλος Νιρβάνας, σε αυτή τη φωτογραφία που τον έχουμε ως σήμερα.
Γράφει και μεταφράζει συνέχεια για να μπορεί να ζει. Το 1909 θα γυρίσει στο νησί του. Θα αρρωστήσει και θα πεθάνει το βράδυ της 2ας προς 3η Ιανουαρίου 1911. Εζησε μοναχικός, ανέραστος, πάσχων.
Η διαμάχη για το έργο του
Ο Παπαδιαμάντης, αν και οι παλαιότεροι κριτικοί (Παλαμάς, Ξενόπουλος κ.ά.) θα εξυμνήσουν το έργο του, δεν θα τύχει της ίδιας αποδοχής από τους νεότερους. Η σχολή των Κ.Θ. Δημαρά και Π. Μουλλά θα μειώσει την αξία του, καθώς θα θεωρήσει ότι πρόκειται για λαογραφικά ηθικά κείμενα χωρίς ιδιαίτερη λογοτεχνική αξία, ενώ του προσάπτει προχειρότητα και αναχρονιστικές τάσεις στη γλώσσα. Από την άλλη σκοπιά, οι αμύντορες της Ορθοδοξίας τον θεωρούν εκπρόσωπό τους, μη αναγνωρίζοντας καμία άλλη πτυχή στο έργο του. Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη δίχασε επίσης την κριτική. Ο Κ. Χατζόπουλος και ο Α. Τερζάκης τη βρήκαν σχολαστική και προβληματική, ενώ τη θαύμασαν ο Τ. Αγρας, ο Ελύτης, ο Ζ. Λορεντζάτος κ.ά. Νεότεροι μελετητές αλλά και συγγραφείς που τον αγαπούν έχουν αναδείξει πλείστες όσες όψεις του συγγραφέα. Ανέδειξαν τον κοινωνικό Παπαδιαμάντη, αυτόν που στηλιτεύει την αδικία, τους πολιτικάντηδες, την παραδοσιακή θέση της γυναίκας που την «πουλάνε» μέσω του γάμου, είναι υπέρ του πολιτικού γάμου κ.ά. Τον χιουμορίστα Παπαδιαμάντη, με την ειρωνεία και τον σαρκασμό για να υποβάλλει σε οξύτατη κριτική πολλές καταστάσεις της εποχής. Τον ερωτικό Παπαδιαμάντη, με τις ποιητικές, αισθησιακές εικόνες των αβάσταχτων ερώτων. Τον ποιητή Παπαδιαμάντη, με τη μαγεία των λέξεων και των φράσεων που χρησιμοποιεί. Ελπίζουμε ότι εφέτος γιορτάζοντας τα 100 χρόνια από τον θάνατό του θα έχουμε την ευκαιρία να δούμε τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη ολόπλευρα, να γοητευτούμε από τα κείμενά του, να τον τοποθετήσουμε ολόπλευρα στη λογοτεχνική εικόνα της χώρας μας.
Ο Παπαδιαμάντης, αν και οι παλαιότεροι κριτικοί (Παλαμάς, Ξενόπουλος κ.ά.) θα εξυμνήσουν το έργο του, δεν θα τύχει της ίδιας αποδοχής από τους νεότερους. Η σχολή των Κ.Θ. Δημαρά και Π. Μουλλά θα μειώσει την αξία του, καθώς θα θεωρήσει ότι πρόκειται για λαογραφικά ηθικά κείμενα χωρίς ιδιαίτερη λογοτεχνική αξία, ενώ του προσάπτει προχειρότητα και αναχρονιστικές τάσεις στη γλώσσα. Από την άλλη σκοπιά, οι αμύντορες της Ορθοδοξίας τον θεωρούν εκπρόσωπό τους, μη αναγνωρίζοντας καμία άλλη πτυχή στο έργο του. Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη δίχασε επίσης την κριτική. Ο Κ. Χατζόπουλος και ο Α. Τερζάκης τη βρήκαν σχολαστική και προβληματική, ενώ τη θαύμασαν ο Τ. Αγρας, ο Ελύτης, ο Ζ. Λορεντζάτος κ.ά. Νεότεροι μελετητές αλλά και συγγραφείς που τον αγαπούν έχουν αναδείξει πλείστες όσες όψεις του συγγραφέα. Ανέδειξαν τον κοινωνικό Παπαδιαμάντη, αυτόν που στηλιτεύει την αδικία, τους πολιτικάντηδες, την παραδοσιακή θέση της γυναίκας που την «πουλάνε» μέσω του γάμου, είναι υπέρ του πολιτικού γάμου κ.ά. Τον χιουμορίστα Παπαδιαμάντη, με την ειρωνεία και τον σαρκασμό για να υποβάλλει σε οξύτατη κριτική πολλές καταστάσεις της εποχής. Τον ερωτικό Παπαδιαμάντη, με τις ποιητικές, αισθησιακές εικόνες των αβάσταχτων ερώτων. Τον ποιητή Παπαδιαμάντη, με τη μαγεία των λέξεων και των φράσεων που χρησιμοποιεί. Ελπίζουμε ότι εφέτος γιορτάζοντας τα 100 χρόνια από τον θάνατό του θα έχουμε την ευκαιρία να δούμε τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη ολόπλευρα, να γοητευτούμε από τα κείμενά του, να τον τοποθετήσουμε ολόπλευρα στη λογοτεχνική εικόνα της χώρας μας.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ: Ενας «άγιος» ανάµεσα σε Δύση και Ανατολή
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: Δευτέρα 3 Ιανουαρίου 2011, Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ
Διαβάστηκε και διαβάζεται µε πολλούς διαφορετικούς τρόπους και ίσως αυτό είναι που εξασφαλίζει την επιβίωσή του µέχρι σήµερα.Πριν από µισό αιώνα διαβαζόταν περισσότερο «ιδεολογικά», ως θεµατοφύλακας των εθνικών και πνευµατικών αξιών του τόπου· ήταν ο σκιαθίτης «κοσµοκαλόγερος», ήταν ένας «άγιος». Σήµερα ενδιαφέρει µάλλον το εκκοσµικευµένο προφίλ του, είναι ο «ποιητής», ο «ερωτικός», καµιά φορά ο «αλκοολικός», και διαβάζεται κυρίως για τις λογοτεχνικές αρετές του έργου του, ενώ οι χαρακτήρες του συγκινούν και πλήθος κινηµατογραφιστών.
Το θεωρούµενο ως κορυφαίο έργο του Παπαδιαµάντη, το µυθιστόρηµαή νουβέλα «Η φόνισσα» (γραµµένο το 1902), έχει ως πρωταγωνίστριά του µια από τις πιο αποκρουστικές και συνάµα συµπαθείς ηρωίδες της ελληνικής πεζογραφίας.
Η ηλικιωµένη, βαθιά καταπιεσµένη από τις αντιλήψεις της εποχής της Χαδούλα ή Φραγκογιαννού χάνει τα λογικά της και σκοτώνει µικρά κορίτσια πιστεύοντας ότι έτσι θα γλιτώσει τα ίδια και τους γονείς τους από τα βάσανα της ζωής των γυναικών. Στο τέλος του έργου η φόνισσα, κυνηγηµένη από τις αρχές, πνίγεται στη θάλασσα «ειςτο ήµισυ του δρόµουµεταξύ της θείας και της ανθρώπινης Δικαιοσύνης». Στη «Φόνισσα» το ηθογραφικό στοιχείο συνδυάζεται µε την κοινωνική κριτική και την εµβάθυνση στην ταραγµένη ψυχή της ηρωίδας.
Ενα µέρος των διηγηµάτων του Παπαδιαµάντη έχουν ως θέµα τους τη ζωή των φτωχότερων τάξεωντης Αθήνας, ενώ τα περισσότερα αναφέρονται στη ζωή και στη φύση της Σκιάθου, όπως τα «Ολόγυρα στη λίµνη», «Ονειρο στο κύµα» και «Το µοιρολόγι της φώκιας». Η περιγραφική φυσιολατρία αυτών των διηγηµάτων δηµιουργεί µια ειδυλλιακήατµόσφαιρα, από την οποία όµως δενλείπουν τα πάθη και τα βάσανα του κόσµου. Ιδίως το εκτενές διήγηµα «Ολόγυρα στη λίµνη» µπορεί να θεωρηθεί δείγµα ποιητικής πεζογραφίας, καθώς οι εκτεταµένες, διαυγείς και έντονες περιγραφές εικόνων της Σκιάθου και αναµνήσεων του αφηγητή από το νησί το αναδεικνύουν σε πίνακα της νησιώτικης ζωής.
Είναι σαφές ότιτο έργο τουΠαπαδιαµάντη «είναι κάθε άλλο παρά οµογενοποιηµένο και εύκολο στην κατάταξη. Ενα κείµενο που θα συνεχίσει να διαβάζεται εξαιτίας της οριακής µορφής του στην οποία οφείλει την επιβίωσή του».
Αυτή η διαπίστωση ανήκει στην πανεπιστηµιακή φιλόλογο Γ. Φαρίνου - Μαλαµατάρη, δόκιµη ερευνήτρια του παπαδιαµαντικού έργου, και δενµπορεί κανείς παρά να την προσυπογράψει. Μάλιστα η εκτεταµένη, συστηµατική και νηφάλια επιλογή σαράντα έξι κριτικών κειµένων για το έργο του («Εισαγωγή στην πεζογραφία του Παπαδιαµάντη. Επιλογή κριτικών κειµένων», Πανεπιστηµιακές Εκδόσεις Κρήτης), την οποία εκείνη επιµελήθηκε πριν από έξι χρόνια, φώτισε τον τρόπο µε τον οποίο ο Παπαδιαµάντης διαβαζότανκαι διαβάζεται µέχρι σήµερα. Και ανέδειξε κυρίως το βασικό γνώρισµα (ή και σύµπτωµα) της παπαδιαµαντικής κριτικής: την ταλάντωσή της, ιδίως κατά τις τελευταίες δεκαετίες, ανάµεσα στην Ανατολή και τη Δύση.
Διαµορφώθηκεπράγµατι, από τη µιαπλευρά, µια ανατολικότροπη ελληνορθόδοξη θεώρηση και, από την άλλη, µια δυτικότροπη ανάγνωση του Παπαδιαµάντη. Και οι δύο τάσεις διακινδυνεύουν να ολισθήσουν σε ένα ερµηνευτικό αδιέξοδο. Η πρώτη τάση, προβάλλοντας τη µεταφυσική πνευµατικότητα του παπαδιαµαντικού έργου, κατά βάθος συστήνει µια ιδεολογικοποιηµένη ανάγνωσή του,ανάγνωση η οποία επιχειρεί να θέσει αιτήµατα (ή πιθανόνκαι να λύσει προβλήµατα) των υποστηρικτών αυτής της τάσης σε σχέση µε το πνευµατικό µας παρόν ή το διαρκές ερώτηµα της εκκρεµούς νεοελληνικής πνευµατικής ταυτότητας. Ηδεύτερη τάση, επικεντρώνοντας την προσοχή της στην ανάδειξη ή την «επινόηση» εκείνων των στοιχείων τουπαπαδιαµαντικούέργου τα οποία θα το καταστήσουν στις µέρες µας ενδιαφέρον στηνΕυρώπη (βλ. τη φράση του ΛάκηΠρογκίδη: «Να βρούµε κάποιο στοιχείο στο έργο του άξιο να συγκρατήσει την προσοχή των ξένων»), διέπεται από ένα ηθικό αίτηµα µε διαφωτιστικές καταβολές.
Θα σχολιάσω αυτότο αίτηµα παραφράζοντας µια φράση του Σεφέρη, το 1960, για τον Κάλβο (τη φράση «Γιατί είναι ελληνικός ο Κάλβος; Φυσικά, για µένα, το θέµα δεν υπάρχει»): Γιατί οΠαπαδιαµάντης πρέπει να είναι δυτικός και να ενδιαφέρει τους δυτικούς αναγνώστες; Φυσικά, για µένα, το θέµα δεν υπάρχει. Σήµερα, η παρωχηµένη ως προς το πνεύµα της εποχής µας ανάγνωση του Παπαδιαµάντη ως «θρησκευτικού» κειµηλίου, ως παρακαταθήκης εθνικών και πνευµατικών αξιών ή ως πεδίου προσδιορισµού της πνευµατικής ταυτότητάς µας, δεν µπορεί παρά να παραχωρήσει τη θέση της σε µια αποϊδεολογικοποιηµένη προσέγγισή του, εστιασµένη στις αποκλειστικά λογοτεχνικές αρετές του.
Θα αναφερθώ παραδειγµατικά στην ανθολογίαδεκαεννέα παπαδιαµαντικών διηγηµάτων, «Τα σκοτεινά παραµύθια», από τον ποιητή Στρατή Πασχάλη (Μεταίχµιο 2005 – πρόκειται για τη δεύτερη αναθεωρηµένη έκδοση του βιβλίου που κυκλοφόρησε το 2001). «Παλαιότερα δεν µε τραβούσε καθόλου ο κόσµος του (Παπαδιαµάντη)», οµολογεί ο Πασχάλης στην εισαγωγή του, επειδή «ο Παπαδιαµάντης για µένα εκπροσωπούσε τη συντηρητική καθήλωση, τη στατικότητα, την ανία και τον επαρχιωτισµό της τότε ελληνικής πραγµατικότητας». Και εξηγεί ότι η βαθµιαία οικείωσή του και εν τέλει η αισθητική αποδοχή και απόλαυση της παπαδιαµαντικής γραφής, οφείλονται στην αναγνώριση του Παπαδιαµάντη ως «ποιητή». Ενός«ποιητή» ο οποίος «παρήγαγε µια εξαιρετικά περίτεχνη λογοτεχνία, που τις περισσότερες φορές αγγίζει την καθαρή ποίηση, το παραλήρηµα, την αλχηµική χρήση τουλόγου, την αυτόµατη γραφή, την παράδοξη αφήγηση». Σε συνάρτηση µε αυτή τη διαπίστωση, ο Πασχάλης επιλέγει να ανθολογήσει εκείνα τα διηγήµατα που αναδεικνύουν την, κατά τη γνώµη του, «πιο αποκαλυπτική πτυχή της ιδιότυπης γοητείας του ποιητή Παπαδιαµάντη». Πρόκειται για τις «αφηγήσεις του που τις χαρακτηρίζει η υποβολή, το µυστήριο, η µαγεία, το υπερφυσικό, η ατµόσφαιρα του τρόµου και του ονείρου». Αλλα παραδείγµατα αυτής τηςπρόσφατης, όψιµης και ψύχραιµης ανάγνωσης του Παπαδιαµάντηείναι οι ανθολογίες «Ερωτικός Παπαδιαµάντης» (Επιµέλεια Χριστόφορος Λιοντάκης, Πατάκης 2010) και «Να είχεν ο έρωτας σαΐτες! Επτά αγαπητικά διηγήµατα του Αλέξανδρου Παπαδιαµάντη» (Επιµέλεια Κώστας Ακρίβος, Μεταίχµιο 2010). Είναι φανερόότι εδώ οι δύο ανθολόγοι, αµφότεροι σύγχρονοι λογοτέχνες – ποιητής ο πρώτος, πεζογράφος ο δεύτερος – υιοθετώντας τον άξονα του «ερωτικού»Παπαδιαµάντη, συντάσσονται µε την εκκοσµικευµένη εκδοχή του σκιαθίτη διηγηµατογράφου.
«Η έννοια εθνική-λαϊκή-νεοελληνικήψυχή, που θεωρείται καίρια στη θεµατικήτου Παπαδιαµάντη και της λογοτεχνίας της εποχής του, δεν παρέµεινε ίδια, αλλά διαµορφώθηκε κάθε φορά υπότην πίεση του ορίζοντα της ερώτησης που έθεσαν οι µεταγενέστεροι αναγνώστες». Αυτό σηµειώνει η Γ. Φαρίνου - Μαλαµατάρη, µε αφορµή τις κυρίαρχες τάσεις και τα ειδοποιά γνωρίσµατα της παπαδιαµαντικής κριτικής, όπως αυτή αναπτύχθηκε µέσαστον χρόνο, από τις πρώτες εκδηλώσεις της (Παλαµάς, 1899) ώς τιςµέρες µας. Διαπιστώνει, για παράδειγµα, ότι οι σύγχρονοί του δεν διάβασαν τον Παπαδιαµάντη σύµφωνα µε ένα πρότυπο (την ηθογραφία, και µάλιστα την ειδυλλιακή ηθογραφία)». Και τονίζει τον κοµβικό ρόλο που έπαιξε για την παπαδιαµαντική κριτική ο Ζήσιµος Λορεντζάτος, µε τη µελέτη του (1961) όπου αποκλείεται η ανάγνωση του παπαδιαµαντικού έργου ως λογοτεχνικού κειµένου που µπορεί να προσφέρει αισθητική απόλαυση και προτείνεται η ανάγνωσή του ως «θρησκευτικού» κειµένου που µπορεί να χρησιµοποιηθεί για την πνευµατική αγωγή του αναγνώστη. Η µελέτη αυτή διαµόρφωσε δύο τάσεις. Μία που, δροµολογηµένη, σχεδόν ευλαβικά,στην ερµηνευτική γραµµή Λορεντζάτου, προβάλλει τον αποκαλούµενο «άγιο» των νεοελληνικών γραµµάτων Παπαδιαµάντη ως αξιακό και ηθικό πρότυπο, επειδή η πεζογραφία του προσγράφεται σε µια µακραίωνη ανατολική ελληνορθόδοξη πνευµατική παράδοση, και µία άλλη τάση, που κινήθηκε µαχητικά στους αντίποδες τηςπρώτης τάσης και αναδεικνύει τα στοιχείατα οποία συνδέουν το παπαδιαµαντικό έργο µε την ευρωπαϊκήπνευµατική και λογοτεχνική παράδοση.
Παρήγαγε µια εξαιρετικά περίτεχνη λογοτεχνία, που τις περισσότερες φορές αγγίζει την καθαρή ποίηση, το παραλήρηµα, την αλχηµική χρήση του λόγου, την αυτόµατη γραφή
Ο Ευριπίδης Γαραντούδης είναι καθηγητής Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο ΠανεπιστήµιοΑθηνών Συνάντηση στη Δεξαµενή
Ο Παπαδιαµάντης είναι 55 χρόνων και αλκοολικός, πια, όταν τον Οκτώβριο του 1906 τον συναντά στη Δεξαµενή, στο Κολωνάκι, ο 40χρονος τότε Παύλος Νιρβάνας, ο οποίος φιλοτεχνεί το πιο γνωστό φωτογραφικό πορτρέτο του συγγραφέα και περιγράφει τη συνάντησή τους ως εξής: «Οταν τον εύρηκα εις το καφενεδάκι, µέσα εις ένα κύκλον απλοϊκών ανθρώπων, οι οποίοι δεν εµάντευαν βέβαια τον σύντροφόν τους _ µήπως θα τον εµάντευαν τάχα οι θαµώνες του Ζαχαράτου; _ αφήκα την µηχανήν µου εις µίαν διπλανήν καρέκλαν. Μ’ εδέχθη µε την καλοσύνην και την γλυκύτητα και την προσήνειαν των καλών του στιγµών. Μου είπε διά τα βάσανά του, διά µίαν ενόχλησιν νευρικήν που είχε εις το δεξί χέρι, διά τον κλονισµό της υγείας του, διά τα συµπτώµατα αυτά τα µοιραία των περισσοτέρων ανθρώπων που έζησαν πολύ µε την ψυχή των κι’ ύστερα εζήτησαν εις τα “ψυχικά δηλητήρια” την διέγερσιν ή την λήθην _ ένα θλιβερόν παράδειγµα µεταξύ τόσων ο µεγάλος Σολωµός _ και έπειτα διά την ιδέαν ενός ταξιδιού έως την πατρίδα, ενός ονείρου που δεν ειµπορούσε να πραγµατοποιήση. Το όνειρον αυτό τον έκαµε βαθύτατα µελαγχολικόν. Ενθυµήθη όλα τα οικογενειακά ατυχήµατα που “του έστειλεν ο Θεός” και εις την ανάµνησιν αυτήν η εγκαρτέρησίς του εφανερώνετο ως µία εγκαρτέρησις Ιώβ.
Ο αδελφός του είχε παραφρονήσει, τους άφησε παιδιά απροστάτευτα και θλίψιν απέραντον. Και τα παιδιά αυτά και αι αδελφαί του περιµένουν απ’ αυτόν.
_ Να γυρίσω κ’ εγώ εκεί, στο σπίτι µου, στις αδελφές µου. Θα έχω άλλην περιποίησιν. Το κλίµα θα µε βοηθήση. Μπορώ ναρχίσω να εργάζωµαι αποκεί.
Η ιδέα του νοσοκοµείου, µιας ειδικής κλινικής, όπου να υπεβάλλετο εις ειδικήν θεραπείαν, του έκαµνε φόβον.
_ Οχι νοσοκοµείον. Οι ξένοι άνθρωποι είναι αδιάφοροι. Οι νοσοκόµοι είναι είρωνες. Καλύτερα εις την πατρίδα.
Μερικαί συγκινητικαί γραµµαί του µου ήλθαν εις τον νουν: “Μου είχεν επέλθει από εβδοµάδων η συνήθης τρεµούλα και η µικρά λιποθυµία... Μετά τόσο ετών ξενητευµόν θα επήγαινα να εορτάσω το Πάσχα πλησίον των πτωχών, γηραιών γονέων µου. Η αύρα της θαλάσσης και η αναψυχή και η βραχεία σχολή και ο αέρας της µικράς, πτωχής και αφανούς, της γενεθλίας νήσου ήλπιζα εις το έλεος του Θεού, ότι θα µου απέδιδαν την υγείαν. Και δεν εψεύσθην της ελπίδος”.
Εµπρός εις την συγκινητικήν νοσταλγίαν του ανθρώπου, δεν ειµπορούσα να έχω δευτέραν γνώµην».
Ο Παπαδιαµάντης είναι 55 χρόνων και αλκοολικός, πια, όταν τον Οκτώβριο του 1906 τον συναντά στη Δεξαµενή, στο Κολωνάκι, ο 40χρονος τότε Παύλος Νιρβάνας, ο οποίος φιλοτεχνεί το πιο γνωστό φωτογραφικό πορτρέτο του συγγραφέα και περιγράφει τη συνάντησή τους ως εξής: «Οταν τον εύρηκα εις το καφενεδάκι, µέσα εις ένα κύκλον απλοϊκών ανθρώπων, οι οποίοι δεν εµάντευαν βέβαια τον σύντροφόν τους _ µήπως θα τον εµάντευαν τάχα οι θαµώνες του Ζαχαράτου; _ αφήκα την µηχανήν µου εις µίαν διπλανήν καρέκλαν. Μ’ εδέχθη µε την καλοσύνην και την γλυκύτητα και την προσήνειαν των καλών του στιγµών. Μου είπε διά τα βάσανά του, διά µίαν ενόχλησιν νευρικήν που είχε εις το δεξί χέρι, διά τον κλονισµό της υγείας του, διά τα συµπτώµατα αυτά τα µοιραία των περισσοτέρων ανθρώπων που έζησαν πολύ µε την ψυχή των κι’ ύστερα εζήτησαν εις τα “ψυχικά δηλητήρια” την διέγερσιν ή την λήθην _ ένα θλιβερόν παράδειγµα µεταξύ τόσων ο µεγάλος Σολωµός _ και έπειτα διά την ιδέαν ενός ταξιδιού έως την πατρίδα, ενός ονείρου που δεν ειµπορούσε να πραγµατοποιήση. Το όνειρον αυτό τον έκαµε βαθύτατα µελαγχολικόν. Ενθυµήθη όλα τα οικογενειακά ατυχήµατα που “του έστειλεν ο Θεός” και εις την ανάµνησιν αυτήν η εγκαρτέρησίς του εφανερώνετο ως µία εγκαρτέρησις Ιώβ.
Ο αδελφός του είχε παραφρονήσει, τους άφησε παιδιά απροστάτευτα και θλίψιν απέραντον. Και τα παιδιά αυτά και αι αδελφαί του περιµένουν απ’ αυτόν.
_ Να γυρίσω κ’ εγώ εκεί, στο σπίτι µου, στις αδελφές µου. Θα έχω άλλην περιποίησιν. Το κλίµα θα µε βοηθήση. Μπορώ ναρχίσω να εργάζωµαι αποκεί.
Η ιδέα του νοσοκοµείου, µιας ειδικής κλινικής, όπου να υπεβάλλετο εις ειδικήν θεραπείαν, του έκαµνε φόβον.
_ Οχι νοσοκοµείον. Οι ξένοι άνθρωποι είναι αδιάφοροι. Οι νοσοκόµοι είναι είρωνες. Καλύτερα εις την πατρίδα.
Μερικαί συγκινητικαί γραµµαί του µου ήλθαν εις τον νουν: “Μου είχεν επέλθει από εβδοµάδων η συνήθης τρεµούλα και η µικρά λιποθυµία... Μετά τόσο ετών ξενητευµόν θα επήγαινα να εορτάσω το Πάσχα πλησίον των πτωχών, γηραιών γονέων µου. Η αύρα της θαλάσσης και η αναψυχή και η βραχεία σχολή και ο αέρας της µικράς, πτωχής και αφανούς, της γενεθλίας νήσου ήλπιζα εις το έλεος του Θεού, ότι θα µου απέδιδαν την υγείαν. Και δεν εψεύσθην της ελπίδος”.
Εµπρός εις την συγκινητικήν νοσταλγίαν του ανθρώπου, δεν ειµπορούσα να έχω δευτέραν γνώµην».
Εκατό χρόνια ακριβώς συμπληρώθηκαν από τότε που ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, στα εξήντα, άφησε την τελευταία πνοή του στη γενέτειρά του Σκιάθο (2 Ιανουαρίου 1911). Επίσης, 160 χρόνια κλείνουν φέτος από τη γέννησή του (4 Μαρτίου 1851).
Η αύρα της λεπτής πνοής που άφησε με τα γραπτά του έχει συντροφέψει γενιές και γενιές. Χρέος μας να τον μνημονεύσουμε στη μνημονιακή εποχή και ζοφερή «κατοχή» που ζούμε, αφού ο λόγος του παραμένει βάλσαμο. Μας παροτρύνει άλλωστε στο «Αξιον Εστί» ο νομπελίστας ποιητής μας Οδυσσέας Ελύτης: «Οπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί όπου και να θολώνει ο νους σας, μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη».
Διαμάντια παντοτινά οι ιστορίες του, βγαίνουν και ξαναβγαίνουν σε διάφορες ανθολογίες: χριστουγεννιάτικα διηγήματα, πασχαλινά διηγήματα, ερωτικά διηγήματα, σκοτεινά διηγήματα, αθηναϊκά διηγήματα, κ.λπ. «Η νοσταλγός», «Ερως-ήρως», «Φώτα, ολόφωτα», «Το μυρολόγι της φώκιας», «Ονειρο στο κύμα», «Ρεμβασμός τ' Αυγούστου», «Ο Χριστός στο κάστρο» (ενδεικτικές ονομασίες ορισμένων αξέχαστων διηγημάτων του). Η πληρέστερη έκδοση των Απάντων του με διηγήματα, μυθιστορήματα, ποιήματα, άρθρα και επιστολές του είναι η εξάτομη των εκδόσεων «Δόμος» σ' επιμέλεια του αφιερωμένου φιλολόγου-ερευνητή Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλου. Κάποιες ιστορίες του κατά καιρούς παρουσιάστηκαν διασκευασμένες μ' επιτυχία στο θέατρο από σκηνοθέτες όπως οι Σωτήρης Χατζάκης, Στάθης Λιβαθινός, Δήμος Αβδελιώδης, Γιώργος Μπινιάρης, Μίρκα Γεμεντζάκη.
Ο Παπαδιαμάντης διαθέτει ένα μοναδικό προσωπικό αλφάβητο, αντλώντας γόνιμα από τους φανερούς και χαμένους θησαυρούς της ελληνικής γλώσσας. Εμπειρος γνώστης και δεινός τεχνίτης της λόγιας και της δημοτικής. Η γλώσσα του είναι μαγεία.
Λένε ότι ξενίζει κι απωθεί στην εποχή της λεξιπενίας, της κυριαρχίας της εικόνας και της τεχνολογίας. Χρειάζεται προσπάθεια, υπομονή και μια σχετική ωριμότητα για να μυηθείς στο λογοτεχνικό του σύμπαν (η μητέρα του γράφοντος, αν και της Δ' Δημοτικού, λόγω του πολέμου, έχει διαβάσει κι έχει «ταξιδέψει» με πολλά διηγήματά του έστω κι αν αγνοεί τη σημασία πολλών λέξεων, έστω κι αν δεν γνωρίζει ορθογραφία). Ο λόγος του Παπαδιαμάντη είναι ιαματικός. Με την ανάγνωσή του αισθάνεσαι «θάλπος και γλυκύτητα άφατον».
Τα περισσότερα διηγήματά του εκτυλίσσονται στο νησί του, τη Σκιάθο (μερικά αναφέρονται στην Αθήνα). Η φύση είναι πανταχού παρούσα όπως και ο νησιώτικος μικρόκοσμος. Πτωχοί και καταφρονεμένοι, μεροκαματιάρηδες, αλαφροΐσκιωτοι, ιερείς, ψαράδες, ναυτικοί, βοσκοί, αγρότες. Γερόντισσες, μανάδες, χήρες, νύφες, παιδία και κοράσια, νέες θελκτικές, έφηβοι ονειροπόλοι. Αγροί, παραλίες, θάλασσες γαλήνιες και φουρτουνιασμένες. Ξωκλήσια, μοναστήρια, ναΐσκοι.
Η αρχιτεκτονική γραφή του «με λίγες γραμμές ορίζει και τα κτίσματα και την ψυχή και τη φύση του Ελληνα», αναφέρει ο Ελύτης στο δοκίμιό του «Η μαγεία του Παπαδιαμάντη», τονίζοντας την καθαρότητα, τη λιτότητα, την ευγένεια, το ήθος της γραφής του, το φως της ψυχής του.
«Ο Παπαδιαμάντης είναι ψυχή ποιητική. Μιλάει για το Θεό, για τον άνθρωπο και για τη φύση... Εχει ευσπλαχνία απέναντι στους ήρωές του, δυσκολεμένους, πονεμένους, αδικημένους, μοναχικούς. Ακόμη και στους πιο αρνητικούς φέρεται με συγκατάβαση, με κατανόηση, μ' αγάπη. Στα έργα του κυριαρχεί η κοινότητα... Αφήνει τα πράγματα από μόνα τους να μιλήσουν... Ο Παπαδιαμάντης λειτουργεί ψυχοθεραπευτικά. Διαβάζοντάς τον ο άλλος γαληνεύει, ηρεμεί, συνέρχεται», σημειώνει στο βιβλίο του «Παπαδιαμαντικοί λόγοι» ο ιερέας Ανανίας Κουστένης.
Γαλήνιος παρατηρητής του ανθρώπινου και φυσικού τοπίου, λόγιος και λαϊκός, γήινος και ρεμβώδης, φωτεινός και σκοτεινός, καρτερικός και συμπονετικός, λεπταίσθητα σκωπτικός, αισθαντικός και τρυφερός, πιστός χριστιανός, βαθύτατα ρωμιός και ασυναίσθητα οικουμενικός, αφήνει συχνά στο τέλος των θεσπέσιων ιστοριών του μια γλυκόπικρη γεύση, μια αίσθηση χαρμολύπης.
«Ενόσω ζω και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω πάντοτε, ιδίως κατά τας πανεκλάμπρους ταύτας ημέρας, να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ' έρωτος τη φύσιν και να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά ήθη» γράφει στο διήγημά του «Λαμπριάτικος ψάλτης» (1893).
* Η Εταιρεία Παπαδιαμαντικών Σπουδών διοργανώνει φέτος την τρίτη ανά δεκαετία διεθνή συνάντηση στη μνήμη του το Σεπτέμβριο στη Σκιάθο, με τη συμμετοχή εκπροσώπων από δέκα και πλέον χώρες (Γερμανία, Αγγλία, Ιταλία, Αργεντινή, Ρωσία κ.α.).
* Το Μορφωτικό Ιδρυμα της ΕΣΗΕΑ τιμά τη μνήμη του μ' εκδήλωση που θα γίνει την 1η Μαρτίου στον «Παρνασσό», με βασικούς ομιλητές τους καθηγητές Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλο, Στέλιο Παπαθανασίου.
* Αγρυπνία για την επέτειο της γέννησής του θα γίνει στις 3 Μαρτίου στο εκκλησάκι του Αγίου Ελισσαίου στην Πλάκα.
Συνέχεια στην επόμενη σελίδα