Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2012

ΣΠΥΡΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ: Διαβάζοντας Παπαδιαμάντη εκατό χρόνια μετά τον θάνατό του


Η λογοτεχνία του ως αποκούμπι σε καιρούς κρίσης
Μικρό σχόλιο στον Παπαδιαμάντη με οδηγό την προσωπική σχέση με τα παπαδιαμαντικά διηγήματα, και αρωγό τα κείμενα του Ελύτη, του Ζήσιμου Λορεντζάτου, του Χρήστου Βακαλόπουλου κ.α.
Ομιλία του Σπύρου Γιανναρά στο Αρσάκειο Πατρών (11.4.2011)

Είναι πάντα πολύ δύσκολο, αν όχι εκ προοιμίου ακατόρθωτο, να μιλήσει κανείς για μεγάλα αναστήματα του πνεύματος όπως στον τόπο μας ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, χωρίς να προδώσει σε έναν – ακόμα και ελάχιστο βαθμό – τον άνθρωπο ή το έργο. Το σύνηθες, δηλαδή το ανθρώπινο, είναι καθώς αδυνατούμε να τα φτάσουμε να φέρνουμε τα αναστήματα αυτά στα μέτρα μας. Που σημαίνει να αρκούμαστε στο μικρό ή μεγάλο κομμάτι τους το οποίο μπορούμε να συλλάβουμε. Μια πιθανή δηλαδή ανάγνωση της πολυπροβεβλημένης θέσης των θεωρητικών της λογοτεχνίας, τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1960 και δώθε περί των άπειρων ερμηνειών ενός λογοτεχνικού έργου τέχνης μπορεί να ακριβώς αυτός: Ότι ο εξαντλητικός προσδιορισμός του έργου είναι εκ των πραγμάτων αδύνατος. Ότι κάθε απόπειρα οριστικού ορισμού είναι ταυτόχρονα και ένας περιορισμός του έργου και του ανθρώπου.
Σε αυτά προσθέστε ότι τα μεγάλα έργα ονομάζονται κλασικά όχι γιατί τους αποδίδουμε ιστορική ή μουσειακή αξία, αλλά επειδή έχουν κάτι ιδιαίτερο και ξεχωριστό να πουν σε κάθε εποχή. Κάτι που σε προηγούμενες ιστορικές συνθήκες ή συγκυρίες είτε δεν το είχαμε ανακαλύψει, είτε το ακούγαμε αμυδρά, σαν ψίθυρο χωρίς να του δίνουμε την σημασία που του δίνουμε τώρα. Κάτι που δεν αντιλαμβανόμασταν διότι τότε δεν ανταποκρινόταν – γιατί δεν είχαν ακόμα προκύψει – στις τωρινές μας ανάγκες. Και λέγοντας ανάγκες δεν εννοούμε τα ιδιοτελή μας ατομικά συμφέροντα, αλλά κάτι που πηγάζει από μεγαλύτερο βάθος, χωρίς το οποίο δεν μπορούμε να ζήσουμε. Τα μεγάλα έργα λέγονται κλασικά επειδή μπορούν να φωτίσουν σήμερα τη δική σας καθημερινή πραγματικότητα με τρόπο διαφορετικό απ’ ότι το έκαναν για την προηγούμενη γενιά των πατεράδων ή των παππούδων σας.
Κάνοντας εδώ μια μικρή παρέκβαση θέλω να επισημάνω ότι αυτή τη διαδικασία περιγράφουμε με την χιλιοταλαιπωρημένη και συνήθως παρεξηγημένη λέξη παράδοση. Παράδοση δεν είναι να τρως ταραμοσαλάτα την Καθαρά Δευτέρα επειδή έτσι συνηθίζεται και την επομένη να επιστρέφεις στις μπριζόλες, ούτε – ακόμη χειρότερα – να ψηφίζεις το κόμμα που ψήφιζαν οι γονείς σου. Παράδοση είναι διαδικασία γονιμοποίησης του προσλαμβανομένου ήθους – δηλαδή ενός τρόπου ζωής – σύμφωνα με τις βαθύτερες ανθρώπινες ανάγκες εκείνου που προσλαμβάνει. Παράδοση σημαίνει παραλαμβάνω ένα δώρο, κάνω κάτι που με έμαθαν να κάνω οι προηγούμενοι το οποίο με βοηθάει να ζήσω σήμερα τη ζωή μου μαζί με τους συγχρόνους μου. Αν αυτή η διαδικασία είναι απλώς μια σύμβαση ή σεβασμός μιας παραδεδεγμένης μορφής, με τα χρόνια καταντάει ακατανόητη, «νεκρό γράμμα», δηλαδή βαρίδι που αντί να μας βοηθάει να συμβιώσουμε, λειτουργεί ως αναχρονιστικό εμπόδιο στην επαφή μας με τον σύγχρονο κόσμο. Με άλλα λόγια μπορεί το ίδιο πράγμα π.χ. η νηστεία της Σαρακοστής να προσφέρει νόημα στη ζωή κάποιου βοηθώντας τον να εξελιχθεί ως άνθρωπος και σε κάποιον άλλο να τον καταδικάζει σε παρατεινόμενη άγνοια του εαυτού του.
Κλείνοντας την παρένθεση επιστρέφω στα προηγούμενα για να τονίσω ότι σας μιλώ με δεδομένη την αποτυχία μου καθώς ως μειράκιο, δηλαδή παιδαρέλι στα γράμματα αδυνατώ να μιλήσω με τρόπο οριστικό ή τελεσίδικο για τον Παπαδιαμάντη, το έργο ή και μέρους αυτού. Τολμώ δε να πω, ακριβώς επειδή έργα σαν του Σολωμού, του Παπαδιαμάντη, του Ντοστογιέφσκι, του Σαίξπηρ ή του Δάντη είναι ανεξάντλητα και ξαναγεννιούνται σε κάθε εποχή – κάθε που διαβάζονται από νέους αναγνώστες από την αρχή – ότι ακόμα και προσεγγίσεις όπως του Ζήσιμου Λορεντζάτου, του οποίου το κείμενο «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης» υπέδειξε πώς πρέπει να τον διαβάζουμε για να μην τον περιορίζουμε και τον αδικούμε ή του Ελύτη και αργότερα του Χρήστου Βακαλόπουλου που έριξαν φρέσκο ζωντανό φως στο έργο του, ακόμα δηλαδή και οι ευτυχέστερες προσεγγίσεις παραμένουν πάντα μερικές. Μ’ άλλα λόγια ανοιχτές και εν ζωή, αλλά ταυτόχρονα προσωπικές άρα σε ένα βαθμό υποκειμενικές, προσδιοριζόμενες από την εποχή τους. Προσεγγίσεις όμως που μας καλούν να σταθούμε κριτικά και επιλεκτικά απέναντί τους. Συνεπώς απόψε εγώ από την πλευρά μου δεν μπορώ παρά να αποτολμήσω μονάχα μια εντελώς προσωπική προσέγγιση στο έργο και στον άνθρωπο, απαντώντας στο εύλογο εκ πρώτης ερώτημα αν και γιατί τον διαβάζουμε σήμερα, εκατό χρόνια από τον θάνατό του.


Πριν προχωρήσω πρέπει επίσης να σας πω ότι δεν έχω ούτε διαβάσει ολόκληρο τον Παπαδιαμάντη απ’ άκρη σ’ άκρη, ούτε θυμάμαι τα διηγήματά του απέξω όπως οι ξεσκολισμένοι μελετητές του. Τον διαβάζω λίγο λίγο και ξανά και ξανά για να μην τελειώνει ποτέ. Αν έχω κάτι προσωπικό να σας πω για τον Παπαδιαμάντη – που μάλλον το είπα ήδη – είναι να προσπαθήσω να σας εξηγήσω ακριβώς γιατί μεγαλώνοντας νιώθω ολοένα και μεγαλύτερη ανάγκη, αλλά και άφατη απόλαυση να επιστρέφω κάθε τόσο σ’ αυτόν.
Ο πιο πρόσφορος για μένα τρόπος να ξεκινήσω είναι αναφερόμενος στα λόγια του πιο κοντινού μου χρονικά ανθρώπου ο οποίος πριν από είκοσι ακριβώς χρόνια, το 1991 απάντησε στο ίδιο ερώτημα, στον αείμνηστο συγγραφέα – το πιο προικισμένο της γενιά του – τον Χρήστο Βακαλόπουλο. Γιατί ένα άλλο μεγάλο εφόδιο που προσφέρει στους κατοπινούς η τακτική γόνιμη πρόσληψη της παράδοσης από ορισμένους ανθρώπους είναι ότι δημιουργεί ένα σκαλοπάτι που τους οδηγεί ευκολότερα στους παλαιότερους.
Χρειάζομαι δηλαδή τον Βακαλόπουλο για να πλησιάσω τον Λορεντζάτο, και χρειάζομαι τον Λορεντζάτο και τον συγκαιρινό του Οδυσσέα Ελύτη για να πλησιάσω τον Παπαδιαμάντη. Όσο εγγύτερα σε μένα βρίσκεται ο διαμεσολαβητής μου, τόσο μεγαλύτερες οι πιθανότητες να εκφράζει σε μεγαλύτερο βαθμό τις τωρινές μου ανησυχίες και απορίες. Σε αυτό βέβαια πρέπει κανείς να προσμετρήσει και την οξυδέρκεια και το βάθος της ανάλυσης του κάθε ανθρώπου. Δεν συνεπάγεται δηλαδή ότι ο νεότερος έχει πάντα να μας αποκαλύψει πιο ουσιαστικά για την εποχή μας πράγματα. Ο Ζήσιμος Λορεντζάτος λόγου χάρη έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου στηλιτεύοντας την κακή πρακτική του δανεισμού και προβλέποντας την σημερινή κρίση ήδη από το 1968.
Να λοιπόν τι μας λέει ο Βακαλόπουλος στα 1991 για τον Παπαδιαμάντη:
«Οι φυλακισμένοι και οι άρρωστοι καταφεύγουν συχνά στην Αγία Γραφή και μερικοί Ελληνες στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Καθώς ο ελληνικός κόσμος χαλαρώνει στην ασφυκτικά αναπαυτική αγκαλιά της φανταστικής ευρωπαϊκής κοινότητας, αυτού του πολυσυλλεκτικού κατασκευάσματος που στηρίζεται στην αναγκαιότητα της οικονομίας κι όχι σε εκείνη του αισθήματος, ο Παπαδιαμάντης θα έπρεπε ν’ απομακρύνεται και να χάνεται από τα μάτια μας, όπως τόσοι άλλοι πριν και μετά από αυτόν. Εμείς οι ίδιοι, σαρκικοί, υλόφρονες και νωθροί άνθρωποι, θα έπρεπε να τον είχαμε φυλακίσει μια για πάντα στα σχολικά αναγνωστικά ή σε κάποιο λογοτεχνικό μουσείο. Ομως ο Παπαδιαμάντης λάμπει περισσότερο παρά ποτέ κι αυτό συμβαίνει παρά τη θέλησή μας. Όσο ο κόσμο γύρω μας αποχαιρετάει τον δικό του τόσο η φήμη του μεγαλώνει, όσο οι ερμηνείες για τη ζωή και το έργο του πληθαίνουν τόσο εκείνος τις αντιπαρέρχεται και επιβιώνει· η παρουσία του αφήνει ένα ανεξίτηλο χνάρι».
Στα είκοσι χρόνια που πέρασαν από την δημοσίευση του παραπάνω κειμένου όλα δείχνουν ότι έχουμε προχωρήσει μακριά στον δρόμο που μας απομακρύνει από τον Παπαδιαμάντη.
Όχι μόνο η ευρωπαϊκή κοινότητα που οραματιζόταν ο κοινοτιστής Ντενί ντε Ρουζμόν επιβεβαίωσε τις χειρότερές του προβλέψεις αποτελώντας ουσιαστικά μια πρόσκαιρη οικονομική συνεργασία αντικρουόμενων εν πολλοίς συμφερόντων, η οποία δεν κατόρθωσε ποτέ να εξελιχθεί σε πολιτική οντότητα και ακόμα λιγότερο να αποκτήσει κοινό πολιτιστικό άξονα, αλλά βιώνουμε ήδη τα επίχειρα της φαντασιώδους επιθυμίας που επωάστηκε εντός της, για άκοπη, απρόσκοπτη και αέναη μεγιστοποίηση της καταναλωτικής μας ευχέρειας και των καταναλωτικών μας απολαύσεων.
Σήμερα που βιώνουμε με εξαιρετικά απότομο και επώδυνο τρόπο την απομάγευση από το ευρωπαϊκό (κατ’ αντιστοιχίαν με τον αμερικανικό) όνειρο, τη λεγόμενη οικονομική κρίση, σήμερα που η κατάλυση της υποτυπώδους κοινωνικής μας συνοχής μοιάζει ολοένα και πιθανότερο ενδεχόμενο, η ενασχόληση με τον Παπαδιαμάντη και κατ’ επέκταση με τα γράμματα και τις τέχνες φαντάζει υπερβολική πολυτέλεια, αν όχι εγωκεντρική αδιαφορία για τα κοινά που αγγίζει τα όρια της ύβρεως.
Εδώ, θα πουν κάποιοι, τίθεται ζήτημα αν θα έχουμε αύριο δουλειά, εδώ απειλείται το μέλλον μας και εσείς ασχολείστε με τον Παπαδιαμάντη; Με έναν συγγραφέα που εκτός των άλλων γράφει σε μια δυσνόητη, σχεδόν ακαταλαβίστικη, παρωχημένη γλώσσα για να μας διηγηθεί περίεργες ιστορίες μιας άλλης ξεχασμένης εποχής; Αυτή η φαινομενικά εύλογη αντίδραση ψηλαφείται και εμπειρικά μέσα από τη σταδιακή συρρίκνωση του αριθμού των ανθρώπων που τον διαβάζουν: Των ανθρώπων που μπορούν να χαρούν και να απολαύσουν την μελωδική του γλώσσα. Και από την ακόμα δραστικότερη μείωση του αριθμού εκείνων που μπορούν, ακολουθώντας την προτροπή του Λορεντζάτου, να συλλάβουν ολόκληρο, αδιαχώριστα δηλαδή, το έργο μαζί με τον άνθρωπο.


Καθώς οι συνθήκες της ζωής μας και κατά συνέπεια ο κόσμος μας μοιάζει πολύ διαφορετικός ακόμα και από εκείνον του Βακαλόπουλου η σχέση μας με τον Παπαδιαμάντη δεν έχει απλώς διασαλευθεί περισσότερο, αλλά μοιάζει έτοιμη να διαρραγεί οριστικά, ακυρωμένη από άλλες πιο ζωτικές προτεραιότητες με πρώτη απ’ όλες το απειλητικό φάσμα της επιβίωσης. Και στη διασάλευση αυτή πρέπει κανείς να συμπεριλάβει και όλους εκείνους που αντιλαμβάνονται και χρησιμοποιούν την λογοτεχνία (του Παπαδιαμάντη συμπεριλαμβανομένου) ως όχημα απόδρασης από την δύσκολη, σκοτεινή και απειλητική πραγματικότητα. Ως ένα όμορφο ψέμα που μπορεί να μας νανουρίσει γλυκά, διαλύοντας τις μελανόπτερες σκέψεις και τα ζοφερά όνειρα, χαρίζοντάς μας ξέγνοιαστο ύπνο.
Με όλα αυτά τα δεδομένα, έχει λοιπόν καμιά ισχύ, έστω και ελάχιστο περιεχόμενο αλήθειας η αλλοτινή θέση του Βακαλόπουλου ότι ο «Παπαδιαμάντης λάμπει περισσότερο παρά ποτέ»; Ότι «όσο ο κόσμος γύρω μας αποχαιρετάει τον δικό του τόσο η φήμη του μεγαλώνει»; Και τι μπορεί να εννοεί – αν δεν ειρωνεύεται – με την φράση «κι αυτό συμβαίνει παρά τη θέλησή μας»;
Η απάντηση που αποτολμώ κι αν σας φαίνεται υπερβολική σας παρακαλώ να με συγχωρέσετε, είναι ότι η εμβάπτιση στο έργο και η σχέση με τον Παπαδιαμάντη δεν αποτελεί μόνον εφόδιο, αλλά και κριτήριο της επιβίωσης του σύγχρονου ελληνισμού.
Το καλό με την πάροδο του χρόνου είναι ότι ενίοτε παρασέρνει μαζί του και άσκοπα διλήμματα που μας τυραννούν. Το καλό με τις συνθήκες κρίσεις είναι ότι δεν υπάρχει πλέον χρόνος και χώρος για άσκοπα ζητήματα. Όταν δηλαδή σήμερα αναρωτιόμαστε και προσπαθούμε να ψυχανεμιστούμε την τωρινή μας σχέση με τον Παπαδιαμάντη το κάνουμε έχοντας αφήσει πλέον πίσω μας το παρωχημένο δίλημμα αν ήταν σπουδαίος λογοτέχνης ή άγιος των γραμμάτων. Νομίζω ότι σήμερα μπορούμε να τον πλησιάσουμε χωρίς να χρειάζεται να βροντοφωνάξουμε όπως ο Βακαλόπουλος ότι «δεν μπορούμε να μεταμορφώσουμε τον Παπαδιαμάντη ούτε σε καλό συγγραφέα μόνο, ούτε σε ταπεινό ασκητή».
Θέλω δηλαδή να πω ότι σήμερα είτε ξέρουμε τι θα πάμε να βρούμε διαβάζοντάς τον, είτε δεν ξέρουμε απολύτως τίποτα για τον άνδρα, συνεπώς ακόμα κι όταν τον τεμαχίζουμε σαν σφαχτάρι για να διαλέξουμε το κομμάτι του γούστου μας, δεν υπάρχει περίπτωση να το κάνουμε από άγνοια, αλλά με πλήρη επίγνωση της λαθροχειρίας μας. Το ίδιο εν πολλοίς ισχύει τουλάχιστον για τη δική μου γενιά και κάτω, όσον αφορά και στη γλώσσα, καθώς όχι απλώς έχουμε αφήσει πίσω μας, αλλά δεν γνωρίσαμε το σχίσμα μεταξύ δημοτικής και καθαρεύουσας. Με άλλα λόγια η γλώσσα του Παπαδιαμάντη δεν κουβαλάει εκ προοιμίου – γιατί οι ιδεολογικοί λόγοι που την φόρτωναν έχουν πλέον σβήσει – τη ρετσινιά της «συντηρητικής» ή «ξεπερασμένης» γλώσσας, αλλά στη χειρότερη περίπτωση αντιμετωπίζεται ως ξένη μαζί με τα αρχαία και τα αγγλικά. Κι αυτή είναι υπό μια έννοια ευτυχής συγκυρία διότι αν μας είναι ξένη, μπορούμε να την οικειοποιηθούμε χωρίς προκαταλήψεις από την αρχή.
Με το που κάνουμε λοιπόν το βήμα και εισέλθουμε ανάλαφροι και χωρίς ιδεολογικά βαρίδια στον γλωσσικό κόσμο του Παπαδιαμάντη ξεκινάει μια διαδικασία «αμφίδρομης» αναγνώρισης την οποία δεν ελέγχουμε, που συμβαίνει μ’ άλλα λόγια όπως τόνισε ο Βακαλόπουλος «παρά τη θέλησή μας». Αναγνωρίζουμε κατ’ αρχάς έναν οικείο τόπο ή θεολογικά μιλώντας μια οικεία κτίση. Στις περιγραφές του φυσικού τοπίου, μέσα από τα «θαμνώδη» παπαδιαμαντικά «ρήματα και φύλλα καταπράσινα της γλώσσας» που δοξολογεί ο ποιητής Νίκος Καρούζος αναγνωρίζουμε την θάλασσα που έχουμε κολυμπήσει, «βουνά κι ακρογιάλια, κοιλάδες και πηγές, αμπέλια, δεντρώνες, περιβόλια, ως και μια λίμνη», με τα λόγια του Ελύτη, βράχους, κυπαρίσσια, καλντερίμια που έχουμε περπατήσει, χρώματα, ακόμα και μυρωδιές που κουβαλάμε μέσα μας. Θα αναγνωρίσουμε δηλαδή οπωσδήποτε και με την ίδια λαχτάρα που αναγνωρίζουμε έναν συμπατριώτη μας στα ξένα, «μιαν ωραίαν τοποθεσίαν, προσφιλή εις τας αναμνήσεις» μας.
Η περιγραφή του Παπαδιαμάντη (η υποβλητική στη φαντασία δύναμη των εικόνων του είναι ανυπέρβλητη) ανασταίνει περιγράφοντας τον ελληνικό τόπο με τρόπο που ξεπερνάει κάθε ηθογραφία. Κι ο Καρκαβίτσας μιλάει για τη θάλασσα, αλλά ως κομμάτι ή χαρακτηριστικό της ζωής του ναυτικού με την οποία λίγοι σήμερα μπορούμε να ταυτιστούμε. Ο έρωτας του παιδίου για την Βασιλικήν δρυν – ξέχωρα από το όνειρο και την οπτασία – εκφράζει μια πρωτογενή σχέση των κατοίκων αυτού του τόπου με την φύση – η οποία δεν είναι ποτέ απρόσωπη – έναν τρόπο σχέσης που δεν θα βρούμε σε έναν Γερμανό ή Δανό, αλλά ούτε και στον γείτονά μας τον Ιταλό. «Αυτή τη μεγάλης διαφάνειας θαλασσογραφία», για να δανειστώ και πάλι τα λόγια του Ελύτη, «και μαζί τυπολογία ελληνικής ζωής που άπαξ υπήρξε και που δεν ξεγράφεται με τίποτε· που δεν αποτελεί μήτε παρελθόν μήτε παρόν μήτε μέλλον, αλλά αποτύπωση, σε μιαν ορισμένη ιστορική στιγμή και πάνω σ’ ένα συγκεκριμένο υλικό, μιας σταθερής εκφραστικής που χαρακτηρίζει ανέκαθεν τον Ελληνα και είναι πάντοτε η ίδια».
Διαβάζοντας δηλαδή Παπαδιαμάντη αναγνωρίζουμε τον τόπο μας, αλλά και μια αντανάκλασή του ελληνικού τοπίου – έναν τρόπο διάχυσης του φωτός – στο πιο μύχιο κομμάτι του εαυτού μας. Ενώ δηλαδή διαβάζουμε ταυτόχρονα είναι σαν να μας «διαβάζει» το κείμενό, αποκαλύπτοντάς μέσα μας – εφόσον θελήσουμε να το δούμε – ένα συγκεκριμένο τοπίο ή θεολογικά και πάλι μιλώντας μια συγκεκριμένη οικονομία της κτίσης.
Η «αμφίδρομη» αυτή λειτουργία αναγνώρισης ή αίσθηση του οικείου είναι ακόμα εντονότερη στους παπαδιαμαντικούς χαρακτήρες. Γριές και γέροι, καπετάνιοι και ψαράδες, γεωργοί και αχθοφόροι, παπάδες και ψάλτες, κοπέλες και παιδιά, «γερόντοι χαρακωμένοι από τους λεβάντηδες, κοπέλες κρουστές σαν τα βότσαλα», μας λέει καλύτερα και πάλι ο Ελύτης, μια κοινωνία ανθρώπων μιας άλλης, αλλά ταυτόχρονα και της δικής μας – σε κάθε εποχή – εποχής. Η αναγνώριση αρχίζει από τα πιο άμεσα επαληθεύσιμα, από τις συμπεριφορές, τις συνήθειες και τα χούγια που εξακολουθούμε να αναγνωρίζουμε γύρω μας. Οι υποψήφιοι και οι ψηφοφόροι που παρελαύνουν στις σελίδες του διηγήματος Οι Χαλασοχώρηδες έχουν τα ίδια εναύσματα και τα ίδια ελατήρια με τη σημερινή πελατεία των πολιτικών κομμάτων. Εδώ η αναγωγή από τον κουτοπόνηρο ήρωα του Παπαδιαμάντη που πασχίζει να εκμεταλλευτεί την ανάγκη των κομμάτων για ψήφους μέχρι τη σημερινή ανερυθρίαστη εξαγορά της ψήφου των πολιτών από ένα συντεταγμένα κομματικό εκλογικό μηχανισμό που εργάζεται 365 μέρες τον χρόνο γίνεται σχετικά εύκολα.
Η αναγνώριση δομικών ψυχικών στοιχείων της ιδιοσυγκρασίας του Έλληνα στους προ-νεωτερικούς παπαδιαμαντικούς ήρωες, έμπλεους αθωότητας, ακόμα και στις «ειδεχθείς» περιπτώσεις των φονιάδων, όπως η φόνισσα, η οποία σκοτώνει θέλοντας να κάνει το καλό, είναι σίγουρα δυσκολότερη υπόθεση. «Είναι κανείς από το μέρος της αθωότητας», λέει ο Ελύτης, «σε δύο περιπτώσεις: όταν δεν έχει φτάσει σε σημείο να υποψιαστεί καν το μαύρο· κι όταν το έχει διατρέξει ως την έσχατη άκρη του, έτσι που να πατήσει από το άλλο μέρος πάλι στο λευκό». Οι ήρωες του Παπαδιαμάντη είτε δεν υποψιάζονται το μαύρο – το μαύρο του Ολοκαυτώματος ή των ρωσικών Γκούλαγκ που γνώρισε ο 20ος αιώνας, το μαύρο του Άμπου Γκράιμπ που γνώρισε ο δικός μας – είτε μπαινοβγαίνουν από το δικό τους αραιό μαύρο στο λευκό όπως οι άγιοι.
Επιτρέψτε μου άλλη μια μικρή σε αυτό το σημείο παρέκβαση με την οποία επιζητώ να τονίσω ακόμα περισσότερο το αίσθημα οικειότητας που μας γεννούν – παρά τις τεράστιες διαφορές μας – οι ήρωες του Παπαδιαμάντη. Στο Παρίσι ένας ελληνιστής δίδασκε στο πανεπιστήμιο Παπαδιαμάντη. Ανέβαινε στον πίνακα και τον χώριζε στα δυο με μια κατακόρυφη λευκή γραμμή. Στη μια μεριά επάνω έγραφε, «αμαρτωλοί» και στην απέναντι «αναμάρτητοι ή άγιοι». Στη συνέχεια έγραφε την ίδια σειρά ονομάτων και στις δύο στήλες για να καταλήξει λέγοντας ότι ο άνθρωπος αυτός είναι ανισόρροπος και τρελός. Για τους Έλληνες που βρίσκονταν στο ακροατήριό του αυτή η διπλή ιδιότητα των παπαδιαμαντικών ηρώων δεν είχε τίποτε το περίεργο, πόσο μάλλον το μεμπτό.
Οι ήρωες του Παπαδιαμάντη, όπως και οι αμαρτωλοί στην ελληνική ορθόδοξη παράδοση, αμαρτάνουν και μετανοούν πέφτουν και σηκώνονται διασχίζοντας το μαύρο μέχρι το λευκό και πέφτοντας πάλι στο σκοτάδι μέχρι την ύστατη στιγμή της δικαίωσης. Μέχρι δηλαδή τον θάνατο τους όπου ή αγιάζουν σαν την πρώτη γυναίκα του Καραχμέτη ή αγκαλιάζονται με ευσπλαχνία από τον αφηγητή. Αλλά ακόμα και από την ίδια τη φύση που σκεπάζει τον γέροντα του Ο έρωτας στα χιόνια με τον λευκό μανδύα της ή από τα ζωντανά της, σαν τη φώκια που μοιρολογεί μαζί με την πτωχή Ακριβούλα, «τα πάθια και τους καϋμούς του κόσμου». Αντιμετωπίζονται δηλαδή με τόση συμπόνια, με τόση πονεμένη αγάπη που υπερβαίνει και αναιρεί κάθε προηγούμενη αμαρτία ή κοινώς λεγόμενη αστοχία του βίου τους. Ο Παπαδιαμάντης συμπάσχει, κάνοντάς μας συν-κοινωνούς του πάθους του, μαζί με τους νεκρούς του, αναλαμβάνοντας σαν άλλος Χριστός την αμαρτία τους εν είδει εξομολόγου μην αφήνοντας κανέναν ασυγχώρητο και ασυνόδευτο στον θάνατο.
Θα μου πείτε όμως, τι μπορούμε να αναγνωρίσουμε σήμερα από τον εαυτό μας πίσω από όλα αυτά; Στη σημερινή δηλαδή αποϊεροποιημένη – αντιχριστιανική προσδιορίζει ο Σωτήρης Γουνελάς – εποχή μας, πώς μπορεί να υποστηρίζει κανείς ότι ο υπέρ ή μετά - φυσικός κόσμος των ηρώων του Παπαδιαμάντη δεν θα μας ξενίσει, σκανδαλίζοντάς μας όπως τον προαναφερθέντα Γάλλο καθηγητή; Γιατί απλούστατα – έστω και σε ελάχιστο βαθμό – αναγνωρίζουμε σύμφωνα με τα λόγια του Βακαλόπουλου «κάποιο σημάδι ή κάποιο νήμα που μας οδηγεί σε αυτό που» [κατά βάθος] «είμαστε». Αναγνωρίζουμε τον εν δυνάμει ιδανικό εαυτό μας γιατί όπως λέει και πάλι ο Βακαλόπουλος «μοιάζουμε μόνο με τον εαυτό μας, τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο». Ο Έλληνας ακόμα και χωρίς να το γνωρίζει κουβαλάει μέσα του επιθυμώντας διακαώς να την ενσαρκώσει, την αρχοντιά της συγχώρεσης. Κάτι εμφανές στην έμφυτή του τάση να μην κρατάει υποδεκάμετρο και ζυγαριά όταν πλησιάζει τους άλλους, στην ανάγκη του να τους συγχωρέσει, να χωρέσει τα καλά και τα κακά τους μαζί με τα δικά του. Στην έμφυτη τάση για συμπόνια προς τον κατατρεγμένο, τον χτυπημένο και τον αδικημένο, τον άνθρωπο που υποφέρει δηλαδή κάθε άνθρωπο. Ακόμα και η κακή πλευρά του, η οργίλη φύση του και η τάση του να εξαπατά και να κοροϊδεύει είναι όπως σωστά λέει ο λαός η «ανάποδή του»: μια πληγωμένη φιλευσπλαχνία και ευρυχωρία που αγάλλεται όταν αναγνωρίζει αλλού την «καλή της», όπως π.χ. στο παπαδιαμαντικό έργο.
Πηγαίνοντας ένα σκαλί πιο κάτω ή πιο βαθιά στην ανάγνωση του Παπαδιαμάντη αναγνωρίζουμε, σύμφωνα με την εξαιρετική διατύπωση του Βακαλόπουλου, «την ιερή μελωδία της πραγματικότητας». Η ανεξάντλητη φιλευσπλαχνία και συμπόνια για τους ανθρώπους και τα πράγματα είναι συνυφασμένη με άλλα λόγια με μια αρχέγονη αίσθηση του ιερού η οποία ευδοκίμησε σε αυτά τα μέρη από αρχαιοτάτων χρόνων. Ένα δέος, δηλαδή σεβασμό για τη ζωή και τον θάνατο, για την απόκοσμη αιτία και τον σκοπό τους, αλλά και για ολόκληρη την φύση ή την κτίση την οποία βρεθήκαμε να κατοικούμε. Μια βαθιά αίσθηση ότι δεν μπορεί κανείς να παραβαίνει ατιμώρητα – ύβρη ονόμαζαν αυτή την υπέρβαση του μέτρου οι αρχαίοι – τους νόμους της ζωής ή του θανάτου. Κι αυτή η στάση δεν συνεπάγεται επουδενί ανάσχεση της ατέρμονης διαδικασίας αναζήτησης της γνώσης αλλά την ανάγκη διατήρησης ενός μέτρου – που στα μέρη μας καλείται ανθρωπιά – το οποίο άπαξ και υπερβαθεί παύει ο άνθρωπος να είναι άνθρωπος και μετατρέπεται σε αγρίμι. Ο Παπαδιαμάντης συμπληρώνει ο Βακαλόπουλος «πιάνει με δέος ένα νήμα που τον οδηγεί στην πνευματική ρίζα της κτίσεως».
Αν λοιπόν θελήσουμε να φτάσουμε ως την άκρη και να κοιτάξουμε, όπως λέει ο Λορεντζάτος «ποια είναι η ρίζα ή η ‘μυστική φωταγωγία’ (…) που στηρίζει τον κόσμο της σποραδικής ταπεινοσύνης ή της πρωτευουσιάνικης φτωχολογίας των διηγημάτων του», αν θελήσουμε δηλαδή να δούμε ποια συγκεκριμένη αντίληψη του ιερού διακόνησε με τη ζωή και το έργο του ο Παπαδιαμάντης θα ανακαλύψουμε τον κόσμο ορθόδοξης ελληνικής χριστιανοσύνης. Μόνο μέσα από το πρίσμα αυτού του κόσμου μπορούμε «να καταλάβομε», συνεχίζει ο Λορεντζάτος, «τον Παπαδιαμάντη, όχι μόνο ως λογοτέχνη, αλλά σαν πνευματικό μας κεφάλαιο». Κι εκεί θα αντιληφθούμε, προσθέτει ο Σεφέρης, ότι στον Παπαδιαμάντη «το δόγμα γίνεται φύσις», ότι «δεν μπορεί να το αποχωρίσει κανείς από τον άνθρωπο χωρίς να τον μειώσει καίρια στο σύνολό του». Θα ανακαλύψουμε έναν χριστιανισμό που δεν απαρνείται, αλλά καταφάσκει στην φύση, εξυψώνοντας την ως κτίση μαζί με τον άνθρωπο. «Η αγιοσύνη», τονίζει ο Ελύτης, «αποχτάει αφή και η αφή αγιοσύνη, με έναν τρόπο που πριν από τον χριστιανισμό θα ήτανε δύσκολο να το συλλάβεις από το ένα μέρος και μετά τον χριστιανισμό από το άλλο».
Ανακεφαλαιώνοντας λοιπόν μπορούμε να πούμε ότι οι νεότερες γενιές έχουμε την ευκαιρία να προσεγγίσουμε ελεύθεροι από τις ιδεολογικές διαμάχες του παρελθόντος τον Παπαδιαμάντη, γνωρίζοντας ότι όσοι επιμένουν σε κάποια από τις ακραίες εκδοχές της σύγκρουσης το κάνουν με ιδιοτέλεια – συνήθως για να προσποριστούν κύρος από τον άνδρα. Μπορούμε επίσης να πούμε ότι η ανάγνωση του Παπαδιαμάντη είναι μια μυητική διαδικασία αναγνώρισης του εαυτού μας σε πολλά επίπεδα.
Ότι ακόμα κι αν σταματήσουμε στη μέση της κλίμακας γνωρίζουμε σήμερα πόσα και ποια επίπεδα κάτω μπορούμε να κατέβουμε για να τον συλλάβουμε ολόκληρο μαζί με τον πνευματικό του κόσμο. Ακόμα δηλαδή και αν αποφασίσουμε να τον διαβάσουμε μόνο ως λογοτέχνη, στα στενά – περιορισμένα – όρια της τέχνης ως αυτοσκοπού, ακόμα και τότε το παπαδιαμαντικό έργο θα λειτουργεί ως εργαλείο για την κατανόηση και την ισότιμη συνομιλία με άλλα κορυφαία έργα διαφορετικών πολιτισμών. Έτσι ο συγγραφέας και φιλόλογος Λουκάς Κούσουλας φέρνει κοντά βάζοντάς τους να συνομιλήσουν γόνιμα τον Παπαδιαμάντη με τον Μπόρχες και τον Προυστ. Μας βοηθάει με αυτό τον τρόπο να καταλάβουμε καλύτερα – καθώς σήμερα δεν συνομιλούμε με τη Δύση, αλλά αποτελούμε κομμάτι της – και τους δύο ξένους, αλλά και τον Έλληνα συγγραφέα. Δηλαδή την σημερινή μας συνθήκη.
«Αυτοβιογραφούνται», λέει ο Κούσουλας, «ο Παπαδιαμάντης κι ο Προυστ με τον δικό τους ξεχωριστό τρόπο. (…) Στο νου τους έχουν τη ζωή τους πρώτα – πήγα να ειπώ την ψυχή τους - , πώς κερδίζεται ή χάνεται αυτή ακριβώς, η ζωή, ο βίος του καθενός, και είναι στο σημείο αυτό που μπαίνει στη μέση η τέχνη τους, ως το πλέον πρόσφορο όργανο να κάμουν το καλύτερο δυνατόν, να ‘κερδίσουν’ ή να εξαγοράσουν τον χαμένο καιρό τους. Ξέρουν καλά, ζουν το περιορισμένο πράγμα που είναι ο βίος του ανθρώπου και, ανάγοντας τον στην περιωπή της τέχνης, την τέχνη ακολούθως αυτή στην περιωπή μιας υπέρβασης, αναλαμβάνουν τελικά την καλογερική της διακονίας της με απόλυτη αφοσίωση και αυταπάρνηση».
Σήμερα ωστόσο που η καθημερινότητα βιώνεται ως κρίση που απειλεί από το εισόδημα, μέχρι την κοινωνική, και ενδεχομένως ακόμα χειρότερα την φυσική μας υπόσταση, τα θεμελιώδη ερωτήματα σχετικά με το ποιοι είμαστε και που πάμε τίθενται επιτακτικότερα μέρα με την μέρα ως άμεσα συνυφασμένα όχι απλώς με την επιβίωση, αλλά το νόημα του βίου. Σε τέτοιες εποχές άνθρωποι σαν τον Παπαδιαμάντη με στάση και το έργο τους μπορούν να αποτελέσουν έναν δρόμο όχι απλώς για την καλύτερη κατανόηση της λογοτεχνίας, αλλά για την ανακάλυψη του εαυτού μας. Μπορεί να μας βοηθήσει να ξυπνήσουμε και να δούμε το βαθύτερο μας πρόβλημα είναι πως τόσα χρόνια κυνηγούσαμε να ζήσουμε μια άλλη δαπανηρή και πιο απολαυστική ζωή «μπλεγμένοι στην άρνηση της ζωής και στην αισθητικοποίηση του θανάτου», όπως λέει ο Βακαλόπουλος. «Πολεμώντας», όπως έλεγε «με όλες μας τις δυνάμεις το κοινό ελληνικό αίσθημα που υπηρετούσε ο Παπαδιαμάντης». Υπ’ αυτή την έννοια η διεθνής οικονομική κρίση ήταν μια συγκυρία που μας ξύπνησε απότομα από το όνειρο, το οποίο χρηματοδοτούσαμε αλόγιστα με δανεικά.
Αν όμως δεν φτάσουμε την ανάλυσή μας μέχρις εκεί, το παπαδιαμαντικό έργο μπορεί να μας βοηθήσει απλώς – κι αυτό δεν είναι λίγο – να αντιληφθούμε όπως λέει ο Ελύτης, «την πρόοδο με τα ποιοτικά κι όχι τα ποσοτικά μέτρα», να γίνουμε δηλαδή περισσότερο αυτάρκεις και λιγότερο εξαρτημένοι από πλασματικές ή εικονικές ανάγκες, να αποκτήσουμε συμπόνια και ευσπλαχνία, καλλιεργώντας μια αίσθηση ιερού, δηλαδή ανθρωπιάς. Ωστόσο τη μέρα που δεν θα αναγνωρίσουμε τίποτε δικό μας στον Παπαδιαμάντη, ακόμα και παρά τη θέλησή μας, την μέρα εκείνη οι Έλληνες θα έχουμε αφήσει πίσω μας τον ελληνικό μας πολιτισμό για κάποιον άλλο. Οι δρόμοι που έχουμε μπροστά μας είναι πολλοί κι ο Παπαδιαμάντης εκατό χρόνια από τον θάνατό του δεν υποχρεώνει κανέναν για τίποτα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου